Η φορεσιά συμπληρώνεται από μεταξωτό πουκάμισο (ανετοράλι), με δαντέλες και κεντήματα στα φαρδιά του μανίκια, κοντό βελούδινο μπούστο (μπαμπουκλί), χρυσοκέντητη μικρή τραχηλιά (κολαόνα) και γάντια χωρίς δάχτυλα. Το περίτεχνο κάλυμμα του κεφαλιού κοσμείται με ένα είδος δαντέλας από χρυσά στριφτά κορδόνια (τσιτσάκια) κι ένα ιδιαίτερο στολίδι, τη σάλπα. Tη διακόσμηση ολοκληρώνει κοντή τούλινη μαντίλα που δένεται κάτω από το λαιμό, ενώ οι άκρες της στερεώνονται στο πίσω μέρος.
Η αστική γυναικεία φορεσιά της Σκοπέλου, όπως τη γνωρίζουμε από τις αρχές του 20ού αιώνα, αποτελεί ιδιαίτερη παραλλαγή της νησιωτικής φορεσιάς, με πολλές δυτικοευρωπαϊκές επιδράσεις. Aρκετά εντυπωσιακή είναι η νυφική φορεσιά. Το εξωτερικό φόρεμα (φ'στάνα), μαύρο με φυτικά μοτίβα ρωσικής προέλευσης στο κάτω μέρος, είναι αμάνικο με πολύ έντονη πτύχωση και πέφτει ελεύθερο από το στήθος χωρίς ζώνη. Συνδυάζεται με τέσσερα εσωτερικά φορέματα. Ένα από αυτά, το μαλακόφι, έχει μεταλλικά στεφάνια (τσέρκια), που χαρίζουν στην ενδυμασία το χαρακτηριστικό άνοιγμα προς τα κάτω.
Χρησιμοποιούνται λευκά υφάσματα, τα οποία κεντιούνται σε μεγάλη έκταση με πολύχρωμα γεωμετρικά μοτίβα. Ιδιαίτερα αγαπητό είναι το κόκκινο χρώμα. Οι γιορτινές και ειδικά οι νυφικές φορεσιές είναι περίτεχνα στολισμένες με εκτεταμένα κεντήματα από χρυσοκλωστή και συνοδεύονται από πλήθος κοσμημάτων. Η φορεσιά της Αττικής ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στις αρχές του αιώνα και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για το αυλικό φόρεμα επί Γεωργίου Α΄.
Η γυναικεία φορεσιά της Αττικής, γνωστή ως «τ' αρβανίτικα», αποτελεί παραλλαγή ενός κοινού τύπου που επικρατεί στη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Αποτελείται από τρία κύρια ενδύματα: μακρύ αμάνικο πουκάμισο (λαζούρι, φούντι), κοντομάνικο σφιχτό μπούστο με μεγάλη λαιμόκοψη και πρόσθετα κατωμάνικα (τζάκος) και αμάνικο πανωφόρι που καλύπτει την περιφέρεια (σεγκούνι, γρίζα). Tην ενδυμασία συμπληρώνει ζωνάρι, συχνά και τραχηλιά και ποδιά, ενώ το κεφάλι καλύπτει μαντίλι ή στη γιορτινή φορεσιά στενόμακρη μακριά μαντίλα (μπόλια) πάνω από το φέσι.
|
|||
|