Στα αγροκτήματα της αρχαίας Ελλάδας οι οίκοι διοικούνταν μόνο από άντρες και ποτέ από γυναίκες, άρα και η πατρική εξουσία μεταβιβαζόταν μόνο στους γιους. Αν οι γιοι ήταν περισσότεροι του ενός, κατά την κληροδοσία μοιράζονταν το σπίτι, τα χωράφια και τα κατοικίδια ζώα σε ίσα μερίδια (αντικειμενική διανομή). Για να αποφεύγονται οι παρεξηγήσεις, αποφασιζόταν με κλήρο ποιος γιος θα πάρει ποιο μερίδιο (γι' αυτό και έκτοτε κλήρος σημαίνει τόσο λαχνός όσο και κομμάτι γης, χωράφι). Πραγματική κληροδοσία από πατέρα σε γιο ουσιαστικά δεν υπήρχε. Το σπίτι, η γη και τα κατοικίδια ζώα εξακολουθούσαν να θεωρούνται ιδιοκτησία του οίκου, της οικογένειας. Ο αρχηγός του οίκου έπρεπε να εκμεταλλευτεί αυτή την ιδιοκτησία προς όφελος όχι μόνο της οικογένειάς του αλλά και των επόμενων γενεών. Όταν ο πατέρας αποτραβιόταν λόγω ηλικίας, αναλάμβανε ο γιος την αρχηγία του οίκου.

Οι κόρες με το γάμο εγκατέλειπαν το πατρικό σπίτι και πιθανότατα την εποχή του Ησιόδου να έπαιρναν μαζί τους μόνο μερικά προσωπικά αντικείμενα. Με αυτό τον τρόπο προσπαθούσε η αγροτική κοινωνία να κρατήσει κάπως σταθερές τις σχέσεις ιδιοκτησίας και να αποκλείσει τη μεταφορά "στρατηγικής περιουσίας" σε έναν άλλον οίκο, με τον οποίο δεν υπήρχε πατρογραμμική σχέση24.

Το μοίρασμα του αγροκτήματος σε περισσότερους γιους επιφύλασσε τον κίνδυνο τα μικρότερα κτήματα που προέκυπταν να μην μπορούν να εξασφαλίσουν τη διαβίωση. Γι' αυτό και τα γνωμικά του χωριού τονίζουν το πλεονέκτημα του να έχει κανείς ένα μόνο γιο. Λόγω όμως της υψηλής παιδικής θνησιμότητας, μια τέτοια απόφαση ήταν πολύ ριψοκίνδυνη. Αν ο γιος πέθαινε, τότε, μετά το θάνατο και του πατέρα του οίκου, ο οίκος μοιραζόταν στα αδέρφια του τελευταίου, στα αδέρφια του πατέρα του και στους απογόνους τους. Έτσι, αυτός ο οίκος δε συνέχιζε να υπάρχει ως αυτόνομος αγρός, κάτι που ο αρχηγός του ήθελε να αποφύγει με κάθε τρόπο. Γι' αυτό το λόγο και οι κανόνες του χωριού δεν μπορούσαν να είναι κατηγορηματικοί στο θέμα του αριθμού των παιδιών: «Mοναχοπαίδι γιο μακάρι το πατρικό σπιτικό να τρέφει· γιατί έτσι ο πλούτος αυξαίνει στο σπίτι. Kαι γέρος θα πεθάνεις αφήνοντας άλλο γιο στο γιο. Πιο εύκολα δίνει ο Δίας στους πολλούς πλούτη μεγάλα. Γιατί είναι πιο πολλή των πιο πολλών η φροντίδα και πιο πολλά μαζεύονται» (Ησίοδος, Έργα και Ημέραι, 376-380). Όμως οι χωρικοί προσπαθούσαν τουλάχιστον να διατηρήσουν σχετικά χαμηλό τον αριθμό των παιδιών.

Αν ο πατέρας δεν πέθαινε πρόωρα, παρέδιδε το κτήμα του όσο ήταν εν ζωή (inter vivos), σε ηλικία περίπου 60 ετών. Η χρονική στιγμή της παράδοσης εξαρτιόταν από το αν ο πατέρας ήταν οργανικά σε θέση να διεκπεραιώσει μόνος του όλες τις εργασίες στα χωράφια ή όχι. Κι επειδή ο πατέρας με την παράδοση του κτήματος στους γιους του έχανε την ηγετική του θέση στον οίκο, προσπαθούσε να καθυστερήσει αυτή τη στιγμή όσο το δυνατόν περισσότερο. Από την άλλη μεριά ο γιος ασκούσε πίεση για να πάρει επιτέλους το κτήμα, να μπορέσει να παντρευτεί και να γίνει ισότιμο μέλος της κοινότητας του χωριού. Ως εκ τούτου η παράδοση του οίκου προκαλούσε πολλές συγκρούσεις και δεν ήταν σπάνιες οι βίαιες διαμάχες μεταξύ πατέρα και γιου ή οι φιλονικίες μεταξύ των αδερφών.

Η συχνή αυτή αιτία σύγκρουσης αντικατοπτρίζεται και σε μυθολογικά και ιστορικά μοτίβα, για παράδειγμα πατέρες που θέλουν να σκοτώσουν τα παιδιά τους, για να μη χάσουν την εξουσία, ή παιδιά που προσπαθούν με τη βία να εκθρονίσουν τον πατέρα τους. Έτσι, ίσως η παρουσίαση του Ησιόδου, που θέλει τον Κρόνο να εκθρονίζει με τη βία τον πατέρα του Ουρανό και το Δία με τη σειρά του τον πατέρα του, τον Κρόνο, να έχει τις ρίζες της σ' αυτή την αγροτική πραγματικότητα: «Kαι μετ' απ' αυτούς τελευταίος γεννήθηκε ο στρεψόνοος Kρόνος, ο πιο φοβερός απ' τους γιους της. Kαι το θαλερό εχθρεύτηκε γονιό του» (Ησίοδος, Θεογονία, 137-138).
«Όσοι λοιπόν απ' τη Γαία και τον Oυρανό γεννήθηκαν, οι πιο τρομεροί απ' τους γιους, εχθρεύονταν το γονιό τους απ' την αρχή·» (Ησίοδος, Θεογονία, 154-156).

Η γειτονιά προσπαθούσε τουλάχιστον να κατευνάσει αυτές τις πιθανές διαμάχες. Σκόπιμη θεωρούνταν η αλλαγή γενεών, όταν ο πατέρας ήταν γύρω στα 60 και ο γιος γύρω στα 30. Τότε ο γιος μπορούσε να παντρευτεί και να κάνει παιδιά, έτσι ώστε κι αυτά να είναι περίπου 30 ετών, όταν ο πατέρας τους θα αποτραβιόταν στα 60 του: «Στον καιρό σου να πάρεις γυναίκα στο σπίτι σου, ούτε πολλά να σου λείπουν από τα τριάντα χρόνια, ούτε πάρα πολλά από πάνω· αυτός είναι ο καιρός για γάμο·» (Ησίοδος, Έργα και Ημέραι, στ. 695-697).

Αλλά και οι έλληνες νομοθέτες εισήγαγαν στους νόμους τους ρυθμίσεις, ώστε να αποφευχθούν οι αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ πατέρα και γιου. Ο αθηναίος νομοθέτης Σόλωνας πρόβλεψε για την περίπτωση που κάποιος γιος έπαιρνε με τη βία τη διαχείριση του οίκου από τον πατέρα του ή που εξανάγκαζε με χειροδικία τους γέρους γονείς του να δουλέψουν στο αγρόκτημα, εκδίδοντας το νόμο κατά του «χειρόδικου κατά του πατέρα» και του «χειρόδικου κατά της μητέρας» (πατραλοίας ή μητραλοίας, αντίστοιχα). Κάτι παρόμοιο συναντάται και στο νόμο της Γόρτυνας: ο πατέρας και η μητέρα ήταν οι κύριοι της περιουσίας του οίκου. Απαγορευόταν να υποχρεωθούν να τη μοιράσουν και να την παραδώσουν στα παιδιά τους.

Μετά την παράδοση του οίκου ο πατέρας αποτραβιόταν. Στους μεγαλύτερους οίκους είχε το δικαίωμα να διατηρήσει ένα χωράφι, το οποίο συνέχιζε να καλλιεργεί αυτόνομα. Έτσι, πληροφορούμαστε στην Οδύσσεια ότι ο Λαέρτης είχε ένα αγρόκτημα έξω από τον οικισμό, με ένα μικρό σπιτάκι, αμπέλια, οπωροφόρα δέντρα και ένα χωράφι, στο οποίο μετακόμισε μετά την παράδοση της διαχείρισης του οίκου στον Οδυσσέα. Στις δουλειές του τον βοηθούσαν μια γριά δούλα, ο γέρος δούλος Δόλιος καθώς και τα παιδιά τους. Ο Λαέρτης ζούσε εκεί πολύ λιτά, φορούσε απλά ρούχα, το χειμώνα κοιμόταν στην καλύβα των υπηρετών και το καλοκαίρι έξω σε ένα στρώμα φτιαγμένο από φύλλα δέντρων.

Παρ' όλα αυτά βρισκόταν σε ασύγκριτα ευνοϊκότερη θέση απ' ό,τι οι γέροντες στους αγροτικούς οίκους. Αυτοί έπρεπε να υποταχθούν στους γιους τους, οι οποίοι καθόριζαν την ποσότητα του φαγητού τους και δεν τους μεταχειρίζονταν πάντοτε με τον καλύτερο τρόπο. Οι επιπτώσεις που είχε για τη θέση των γερόντων η παράδοση του οίκου εν ζωή φαίνονται σε πολλές μαρτυρίες αρχαίων ελληνικών κειμένων, όπως επίσης και στο Έργα και Ημέραι του Ησιόδου: «Kαι μόλις θα γερνάνε οι γονιοί, δε θα τους τιμάνε· και θα τους κατηγορούν βρίζοντάς τους με βαριά λόγια οι άθλιοι που δεν ξέρουν ούτε των θεών το φόβο· κι ούτε στους γέρους γονιούς τους όσα αυτοί τους ανάθρεψαν, θ' ανταποδίδουν·» (στ.185-188).

«Κι όποιος στο γέρο γονιό του στο κακό κατώφλι των γερατειών κακομιλάει με πικρά χτυπώντας τον λόγια· μ' αυτό αγαναχτεί ο ίδιος ο Δίας, και στο τέλος του για τ' άδικα έργα του πικρή του δίνει ανταπόδοση» (στ.330-334).

Από τις λατινικές πηγές λείπουν κατά κανόνα τέτοιες απαισιόδοξες εξωτερικεύσεις. Οι πατέρες των οίκων στη Ρώμη διατηρούσαν εφ' όρου ζωής την patria potestas (πατρική κυριαρχία) κι έτσι βρίσκονταν σε μια αξιοσημείωτα ευνοϊκότερη θέση.

Οι έλληνες νομοθέτες του 7ου και 6ου αιώνα π.Χ. προσπαθούσαν με νομικές διατάξεις να κρατήσουν υπό έλεγχο τις φιλονικίες που προέκυπταν από τη μεταβίβαση των αγρών. Από τη μια μεριά οι γέροντες προστατεύονταν από το διάταγμα που τιμωρούσε την κακοποίηση και που υποχρέωνε τους γιους να θρέφουν τους γέρους γονείς τους. Από την άλλη μεριά μόνο υπό συγκεκριμένες συνθήκες επιτρεπόταν στον πατέρα να αποκληρώσει το γιο του ή να παραδώσει τον οίκο του σε κάποιον άλλον με υιοθεσία ή διαθήκη. Πατέρας και γιος λοιπόν είχαν αμοιβαία υποχρέωση να διατηρήσουν τον οίκο.


24. Ο όρος «πατρικός» δηλώνει τη σχέση από την πλευρά του πατέρα.
 

Η γαμήλια πομπή είχε σκοπό να συνοδεύσει τη νύφη στη νέα της κατοικία.
Στην εικόνα: ο γαμπρός κρατώντας τη νύφη από το χέρι, την οδηγεί στο νέο της σπίτι.
Λεπτομέρεια από αττική ερυθρόμορφη λουτροφόρο. Περίπου 425 π.Χ.

Ο νόμος της Γόρτυνας προβλέπει τη διατήρηση της πατρικής περιουσίας στα χέρια των γονέων. Παράλληλα απαγορεύει την άσκηση κάθε είδους πίεσης στους γονείς για τον μοιρασμό και την παράδοσή της στα τέκνα. Στην εικόνα, η Μεγάλη Επιγραφή του Δικαίου της Γόρτυνας Κρήτης. Περίπου 450 π.Χ.