Αμέσως μετά τις εκλογές του 1985, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. εφάρμοσε ένα σκληρό πρόγραμμα λιτότητας που αποσκοπούσε στη μείωση των τεράστιων σωρευμένων ελλειμμάτων, μέσα από την αποθάρρυνση των εισαγωγών, τις περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και την αύξηση -κυρίως διά της φορολογίας- των κυβερνητικών εσόδων. Τα μέτρα αυτά, που υποστηρίχτηκαν με έκτακτα δάνεια από την Ε.Ο.Κ., συνάντησαν έντονες κοινωνικές αντιδράσεις κυρίως από εργαζόμενους του ευρύτερου δημόσιου τομέα.

Με την οικονομική κατάσταση σταθερά σε επιδείνωση, μια σειρά δραματικών γεγονότων στη διάρκεια του 1988 ενέτειναν τη σύγχυση και τη ρευστότητα στο δημόσιο βίο. Τα προβλήματα υγείας του πρωθυπουργού και οι οικογενειακές του περιπέτειες επέτρεψαν τη δημιουργία αυτού που η αντιπολίτευση ονόμασε "κενό εξουσίας", εντός του οποίου εκτράφηκε ένα οικονομικό σκάνδαλο γιγαντιαίων διαστάσεων με ιδιαίτερα σοβαρές πολιτικές προεκτάσεις, η υπόθεση Κοσκωτά. Η εμπλοκή υψηλόβαθμων στελεχών της κυβέρνησης στην κάλυψη της κατάχρησης βάρυνε το πολιτικό κλίμα και χρησιμοποιήθηκε ποικιλότροπα από την αντιπολίτευση, η οποία με κεντρικό σύνθημα την "κάθαρση" απαίτησε την παραδειγματική τιμωρία των υπευθύνων.

Στις εκλογές του Ιουνίου του 1989 επιβεβαιώθηκε η πτώση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., αλλά το αναλογικό εκλογικό σύστημα στέρησε από τη Ν.Δ. τη δυνατότητα δημιουργίας αυτοδύναμης κυβέρνησης. Η ενωμένη Αριστερά του Συνασπισμού συγκέντρωσε το αξιοσημείωτο ποσοστό του 13% και κατέστη για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία προνομιακός πολιτικός εταίρος, συμμετέχοντας στη συγκυβέρνηση Δεξιάς-Αριστεράς με στόχο τη διαλεύκανση των σκανδάλων και την απονομή της δικαιοσύνης. Χρειάστηκαν δύο ακόμα αναμετρήσεις για να αποκτήσει η χώρα σταθερή κυβέρνηση, ικανή να διαχειριστεί άμεσα προβλήματα, γεγονός που συνέβη με το σχηματισμό αυτόνομης αλλά οριακής αριθμητικά κυβέρνησης της Ν.Δ. υπό τον Κ. Μητσοτάκη, τον Απρίλιο του 1990.