Στα μέσα της δεκαετίας του '80, η πολιτική πόλωση αποτελούσε κυρίαρχο στοιχείο του πολιτικού σκηνικού. Η εκλογή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, που αντικατέστησε το γηραιό Ευάγγελο Αβέρωφ στην ηγεσία της Ν.Δ., σηματοδότησε έντονες διενέξεις μεταξύ των αρχηγών των δύο μεγάλων κομμάτων (Παπανδρέου-Μητσοτάκη), που είχαν διατελέσει πολιτικοί εταίροι στο στίβο της προδικτατορικής περιόδου. Η λήξη της προεδρικής θητείας του Κ. Καραμανλή συνέπεσε με μια σημαντική συνταγματική κρίση που συντάραξε τη χώρα και έθεσε σε δοκιμασία την πολιτική ζωή, το ζήτημα της αμφισβητούμενης -με οριακό τρόπο- εκλογής του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας Χρήστου Σαρτζετάκη. Η ενεργοποίηση της ιδεολογίας του "αντιδεξιού" συνδρόμου από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και η περιορισμένη απήχηση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που πρέσβευε ο Κ. Μητσοτάκης στα λαϊκά στρώματα επέτρεψαν μεταξύ άλλων τη διατήρηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην εξουσία, με 46 % έναντι 41 % της Ν.Δ. στις εκλογές του Ιουνίου του 1985.

To βαρύ κοινωνικό κόστος που συνόδευε τις πολιτικές πρακτικές του ΠΑ.ΣΟ.Κ. μετά το 1985, προκάλεσε ρήξη στις σχέσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ. με τα λαϊκά στρώματα και πυροδότησε θύελλα κοινωνικών αντιδράσεων. Αναμφίβολα, η πόλωση είναι κυρίαρχο χαρακτηριστικό που διαπερνά το σύνολο της δεκαετίας και μορφοποιείται σε αντιπαραθέσεις σε διάφορα επίπεδα (ΠΑ.ΣΟ.Κ.-Ν.Δ., κυβέρνηση-εργαζόμενοι κτλ.). Μόνο στο τέλος της δεκαετίας, η οικουμενική κυβέρνηση συνεργασίας Αριστεράς-Δεξιάς προχώρησε σε συμβολικό επίπεδο στην άρση πολιτικών φραγμών και κοινωνικών αγκυλώσεων πολλών δεκαετιών, μέσα από την εφαρμογή της πολιτικής της "εθνικής συμφιλίωσης".