Η μεταπολεμική οικονομική άνθηση της Ευρώπης, που στην απόπειρα ανοικοδόμησής της αντιμετώπιζε οξύτατη έλλειψη εργατικού δυναμικού, οδήγησε μετά το 1956 αγροτικά κυρίως στρώματα με οικονομική δυσπραγία να στραφούν μαζικά στη μετανάστευση σε αναζήτηση καλύτερης μοίρας. Μετά τη λήξη της παροχής της αμερικανικής βοήθειας, η εισαγωγή ξένου κεφαλαίου με κάθε τρόπο, προκειμένου να τονωθεί η εγχώρια, ανεπαρκής επιχειρηματική δραστηριότητα θεωρήθηκε ως πανάκεια που θα οδηγούσε τη χώρα σε τροχιά εκβιομηχάνισης.

Ωστόσο παρά τα ωφελήματα (φοροαπαλλαγές κτλ.) που παρασχέθηκαν στους ξένους κεφαλαιούχους, το σύνολο των ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα ως το 1960 υπήρξε μάλλον χαμηλό. Η ένταξη της Ελλάδας το 1952 στο συνασπισμό του Ν.Α.Τ.Ο., στο πλαίσιο του κλιμακούμενου Ψυχρού Πολέμου, θεσμοποίησε τον αμερικανικό έλεγχο στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και προσδιόρισε τις σχέσεις της με τις όμορες χώρες, με κριτήρια συχνά αντίθετα προς τις εσωτερικές της αναγκαιότητες. Η ελληνική στρατιωτική συμμετοχή στην εκστρατεία στην Κορέα (1950) υπογράμμιζε το σχετικό προσανατολισμό.

Παράλληλα, η ανακήρυξη στην Κύπρο του αντιαποικιακού αγώνα ενάντια στις αγγλικές αρχές κατοχής (1955) πυροδότησε στην Ελλάδα πλήθος μαζικών όσο και δυναμικών κοινωνικών αντιδράσεων υπέρ της ένωσης με το "Εθνικό Κέντρο". Είναι χαρακτηριστικό ότι η ασφυκτική εξάρτηση των εκάστοτε ελληνικών πολιτικών ηγεσιών από τους Αγγλοαμερικανούς βρέθηκε σε ευθεία αναντιστοιχία με το διαρκώς διογκούμενο αντιβρετανικό ρεύμα, που εκφράστηκε μέσα από μαχητικές διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950-60. Η υπογραφή της συμφωνίας Ζυρίχης-Λονδίνου μεταξύ Βρετανίας, Τουρκίας, Ελλάδας, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων (1959), που επισφράγισε τις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, σημάδεψε την πορεία τόσο του ίδιου του θέματος όσο και της ρητορείας που το αφορούσε για δεκαετίες.