Για πρώτη φορά στην περίοδο 1952-63 συντελέστηκε μια διαδικασία αστικοποίησης του πληθυσμού στην Ελλάδα, κατά την οποία η αναλογία αγροτικού-αστικού τομέα ανατράπηκε υπέρ του δεύτερου με κύριο τόπο απορρόφησης το πολεοδομικό συγκρότημα των Αθηνών. Παράλληλα, η αθρόα κίνηση από την ύπαιθρο στις πόλεις συνοδεύτηκε από τη ραγδαία ανάπτυξη του εξωτερικού μεταναστευτικού ρεύματος. Οι δομικές αλλαγές που σημειώθηκαν αποτυπώνονται κυρίως στην εργασία (μορφές απασχόλησης), στην κατανάλωση και στα κυβερνητικά μέτρα για τη σταθεροποίηση και την ανάπτυξη της οικονομίας.

Η υποτίμηση του νομίσματος του 1953 (Σπυρίδων Μαρκεζίνης) δημιούργησε ένα νέο πλέγμα οικονομικών ιεραρχιών: αύξηση των εισαγωγών, τόνωση της εμπορικής κατανάλωσης, καταπολέμηση του πληθωρισμού αλλά και έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο. Η επέκταση των δημόσιων επενδύσεων, παρά το συχνά περιορισμένο προσανατολισμό τους, υπήρξε ιστορικής σημασίας απόφαση των κυβερνήσεων Καραμανλή. Οι ρυθμοί ανόδου του Α.Ε.Π. με τη συμβολή των άδηλων πόρων είναι εκρηκτικοί (7% ετησίως), αλλά δεν αντανακλούν φαινόμενα όπως η βιομηχανική στασιμότητα και η έλλειψη κεντρικού προγραμματισμού στον τομέα της γεωργίας.

Η αντιμετώπιση της παραγωγικότητας, της υποαπασχόλησης και της αυτάρκειας πόρων αποτέλεσαν βασικό μέλημα των κυβερνήσεων της περιόδου 1956-61. Παρά το γεγονός ότι η γεωργία εξακολουθούσε να είναι ο μεγαλύτερος παραγωγικός τομέας, ο κόσμος του αγρότη είχε υποστεί ριζικές αλλαγές σε σχέση με το Mεσοπόλεμο. Η ανάπτυξη των επικοινωνιακών δικτύων, η διάδοση του κινηματογράφου, η ανάδυση του τουρισμού έφεραν σε επαφή ευρύτερα κοινωνικά στρώματα με τον τρόπο ζωής της βιομηχανικής κοινωνίας.