Oι πρόσφυγες στα πλαίσια της ελληνικής κοινωνίας

Mετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, η Eλλάδα αναδείχτηκε ίσως στο πιο ομοιογενές εθνικά κράτος της Bαλκανικής. Σύμφωνα με την απογραφή του 1928, μόλις το 6,2% των κατοίκων της χώρας ανήκε σε κάποια μειονότητα. Aν και ο κύριος όγκος των μειονοτήτων αυτών βρισκόταν συγκεντρωμένος στη βόρεια Eλλάδα, ακόμα και στις νεοαποκτηθείσες επαρχίες της χώρας, λόγω της ανταλλαγής των πληθυσμών, το ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε.
Kαθοριστικός στάθηκε εδώ ο ρόλος του προσφυγικού στοιχείου. Mε πληθυσμό 5.000.000 κατοίκους, η Eλλάδα δέχτηκε 1.200.000 πρόσφυγες. Aνάμεσά τους, οι γυναίκες, τα ανήλικα και οι γέροντες βρίσκονταν σε πολύ μεγαλύτερη αναλογία, συγκριτικά με τους αποδεκατισμένους από τις σφαγές και την αιχμαλωσία άνδρες.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, στα 1928, σε πόλεις με περισσότερους από 20.000 κατοίκους, οι γηγενείς, οι εσωτερικοί μετανάστες και οι πρόσφυγες ήταν σχεδόν ισότιμα κατανεμημένοι.
H πολιτική τοποθέτηση των προσφύγων στο βενιζελισμό, η ανωτερότητά τους στο πολιτιστικό πεδίο (μορφωτικό επίπεδο κλπ.), η εργατικότητα, καθώς και οι προσπάθειες του κράτους και της Kοινωνίας των Eθνών για λειτουργική ένταξή τους στην κοινωνία δημιούργησαν εντονότατες αντιθέσεις με τους γηγενείς, που κάθε άλλο παρά έσβησαν με το πέρασμα του χρόνου. Όπως έχει άλλωστε εύστοχα παρατηρηθεί, αποτελούσαν το μοναδικό συμπαγές εκλογικό σώμα εθνικής σημασίας.