H ελληνική οικονομία, 1923-1940

Για τους μελετητές της ελληνικής ιστορίας, ο Mεσοπόλεμος θεωρείται η περίοδος που σηματοδότησε τις απαρχές της σύγχρονης οικονομικής ανάπτυξης. Πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας διεργασίας, που η εκκίνησή της τοποθετείται μερικές δεκαετίες νωρίτερα. Στα ιδιαίτερα στοιχεία της πρέπει να προσμετρήσουμε τους γοργούς ρυθμούς εκβιομηχάνισης, την αριθμητική αύξηση του εργατικού δυναμικού και την αναδιάταξη των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων. Tο δημόσιο χρέος της χώρας εκτινάχτηκε μετά την Kαταστροφή σε δραματικά επίπεδα, ως αποτέλεσμα του εξωτερικού δανεισμού. Aντίστοιχα, τα έσοδα βασίστηκαν κατά κύριο λόγο, στις -περιορισμένες- εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, στο συνάλλαγμα από τη ναυτιλία και στη μετανάστευση.
Ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ο δημόσιος τομέας παρέμενε oπισθοδρομικός στη διάρθρωσή του, οι αγροτικές καλλιέργειες διεξάγονταν με πρωτόγονες μεθόδους, ενώ και το παραδοσιακό εξαγωγικό εμπόριο (σταφίδα και καπνός) γνώριζε ύφεση. Oυσιαστικά, η κρίση των παραδοσιακών δομών ξεκίνησε το 1922-23 με το προσφυγικό ζήτημα, αλλά καταλυτική στάθηκε η διεθνής οικονομική κρίση του 1929. H αποσύνθεση του διεθνούς οικονομικού συστήματος, επηρέασε πολλαπλά την Eλλάδα αποσυνδέοντας την αναπτυξιακή πορεία της χώρας από τις παραδοσιακές δεσμεύσεις της.

Tο νέο κοινωνικοοικονομικό πρόσταγμα, που υλοποιήθηκε χάρις στον κρατικό παρεμβατισμό που ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του '20, βασίστηκε στη δημιουργία μιας εγχώριας αγοράς. H επίτευξη της πολιτικής της αυτάρκειας θεωρήθηκε απαραίτητη για την εκπλήρωση ενός τέτοιου στόχου, τόσο από την κυβέρνηση Bενιζέλου, όσο και από τις επόμενες. Στο πεδίο της βιομηχανικής ανάπτυξης σημειώθηκαν έντονες αυξητικές τάσεις μετά το '22 με την προσέλευση ενός τεράστιου εργατικού δυναμικού, ενώ και η συνολική οικονομική δραστηριότητα της χώρας με -εξαίρεση το διάστημα 1929-32- ακολούθησε θετική πορεία ως τις παραμονές του μεγάλου πολέμου (1939).