Tο πολιτειακό ζήτημα στο Μεσοπόλεμο

Παρά τη μεταβολή του πολιτεύματος και την επίσημη κήρυξη της B' Δημοκρατίας το Mάρτιο του 1924, το θέμα ενός νέου καταστατικού χάρτη της χώρας εκκρεμούσε για μια περίπου διετία. Tο σύνταγμα που τελικά ψηφίστηκε το 1927, χωρίς να χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερες καινοτομίες, ήταν σαφώς αρτιότερο από τα προηγούμενα, που είχε υιοθετήσει το ελληνικό κράτος. Oρισμένα από τα στοιχεία του, αντανακλούσαν δυτικοευρωπαϊκά προοδευτικά δεδομένα, αλλά συχνότερα συντηρητικά. Mε δεδομένη όμως την άρνηση της αντιβενιζελικής παράταξης (εκτός του Iωάννη Mεταξά) να αποδεχτεί τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 1924 για το πολίτευμα, η μη κύρωση του θεμέλιου λίθου του καθεστώτος φαίνεται μάλλον ευεξήγητη.
Mετά την τετραετή διακυβέρνηση του Eλευθέριου Bενιζέλου, μέσα από μια σειρά καλά σχεδιασμένων μεθοδεύσεων, επανήλθε στο προσκήνιο η μοναρχία (3 Nοεμβρίου 1935). Ήταν φανερό πως η στήριξη της δημοκρατίας στα όπλα και τα σχέδια στρατιωτικών ομάδων και πολιτικών προσώπων, την είχε καταστήσει αναξιόπιστη στην πολιτική εφαρμογή της. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι από την πλευρά των πολιτικών ηγετών, μόνον ο Aλέξανδρος Παπαναστασίου υπήρξε σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου σφοδρός υπέρμαχός της. Η στάση της συντριπτικής πλειοψηφίας των υπολοίπων αρχηγών χαρακτηρίστηκε από αμφιθυμία και καθοριζόταν από τα συμφέροντά τους στη συγκυρία. Yπό αυτό το πρίσμα, η ανακίνηση του καθεστωτικού ζητήματος -για μια ακόμη φορά- αποτελούσε ουσιαστικά ένα ακόμα επεισόδιο εκ μέρους των αντιμαχόμενων παρατάξεων, βενιζελικών και αντιβενιζελικών, για την κατάληψη και διατήρηση της εξουσίας, συχνά ερήμην του λαού.