Ο ποιητικός λόγος του υπερρεαλισμού

Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, ο ελληνικός χώρος γνώρισε μια νέα ποιητική γλώσσα, που ήρθε να ελευθερώσει το λόγο και να δώσει στο ασυνείδητο την ευκαιρία να εκφραστεί με τον πηγαίο αυθορμητισμό των ονείρων. Πρόκειται για τον υπερρεαλισμό.

Στο έργο του Νικόλαου Καλαμάρη ή Κάλας καλλιεργήθηκαν, για πρώτη φορά, κάποια υπερρεαλιστικά στοιχεία, καθώς ο ποιητής βρισκόταν σε συνεχή επαφή με τα διεθνή ρεύματα, μετέφρασε ξένους λογοτέχνες και επηρεάστηκε από τις διδαχές του Andre Breton. Σύντομα, όμως, εγκατέλειψε τον ελληνικό χώρο και αργότερα έγινε διεθνώς γνωστός, κυρίως, ως κριτικός τέχνης. Ο Αντρέας Εμπειρίκος, ποιητής και ψυχαναλυτής, εμφανίστηκε με την ποιητική συλλογή
Υψικάμινος το 1935. Τόσο σ' αυτό όσο και στο αμέσως επόμενο έργο του, την Ενδοχώρα (1945), που γράφτηκε μέσα στη δεκαετία του '30, οι γαλλικές επιρροές, καθώς και η ψυχαναλυτική θεωρία του Φρόυντ, βρήκαν την έκφρασή τους στην εφαρμογή της αυτόματης γραφής. Πρόκειται για μια γραφή που πηγάζει απευθείας από το ασυνείδητο και στην περίπτωσή του αποδόθηκε με μια ειρωνική και ταυτόχρονα τελετουργική καθαρεύουσα. Αντίστοιχα, ο Νίκος Εγγονόπουλος, αρχίζοντας την ποιητική του σταδιοδρομία με τη συλλογή Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν (1938) και συνεχίζοντας με Tα κλειδοκύμβαλα της σιωπής (1939) ακολούθησε με συνέπεια τον υπερρεαλισμό, αποτυπώνοντάς τον και στη ζωγραφική του δημιουργία και συνδέοντάς τον με αναφορές που άντλησε από τον ελληνικό χωρόχρονο. Τέλος, ο Οδυσσέας Ελύτης, στο ξεκίνημά του, αξιοποίησε με προσωπικό τρόπο κάποιες από τις κατακτήσεις του υπερρεαλιστικού κινήματος, κυρίως στην ποιητική του συλλογή Προσανατολισμοί που εκδόθηκε το 1940.