Στα τέλη του 19ου αιώνα είχε συρρεύσει στις μεγάλες πόλεις, την Αθήνα και τον Πειραιά, ένα σημαντικό αλλά όχι ιδιαίτερα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της χώρας.

Tο ποσοστό αυτό αυξάνεται στις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα από ακτήμονες χωρικούς και φτωχούς μικροϊδιοκτήτες από την ύπαιθρο αρχικά και αργότερα, στη δεκαετία του 1910, από πρόσφυγες εμπόλεμων περιοχών ή εδαφών υπό ξένη κυριαρχία. Aυτές οι ομάδες πληθυσμού συγκεντρώνονται στα αστικά κέντρα, για να απασχοληθούν στη βιοτεχνία ή στα πρώτα βιομηχανικά συγκροτήματα. Άλλοι επιλέγουν να μεταναστεύσουν ή να επιβιώνουν με οποιοδήποτε τρόπο στο περιθώριο του αστικού χώρου και της παραγωγικής διαδικασίας.

H ανάπτυξη του βιομηχανικού τομέα παρέμεινε εξαιρετικά ασθενής τουλάχιστον μέχρι το 1922. O κύριος όγκος των εργατών απασχολούνταν σε παραδοσιακούς κλάδους της μεταποίησης όπως η καπνοπαραγωγή ή σε βιοτεχνικές και άλλες μικρές επιχειρήσεις. H άμεση προέλευσή τους από τον αγροτικό χώρο και η ύπαρξη σε πολλές περιπτώσεις κάποιας μικρής κτηματικής περιουσίας στο χωριό, σε συνδυασμό με την προσδοκία για την απόκτηση μιας μικρής και σε κακή κατάσταση αλλά ιδιόκτητης κατοικίας, διαμόρφωναν σε ένα μέρος των εξαρτημένων εργατών συνείδηση μικροϊδιοκτητών. Σε αυτή την κατεύθυνση επιδρούσε και η χαμηλή κοινωνική διαφοροποίηση εργατικών στρωμάτων σε σχέση με τους εργοδότες τους, οι οποίοι ήταν συνήθως μικροαστοί μικροεπιχειρηματίες. Oι όροι ζωής τους και τα κοινωνικά πρότυπα δεν είχαν μεγάλη απόσταση.

Oι πελατειακές σχέσεις, η πρόσβαση στις θέσεις της δημοσιοϋπαλληλίας και το προσιτό στις λαϊκές τάξεις εκπαιδευτικό σύστημα, ειδικά σε ό,τι αφορούσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, διαμόρφωναν προσδοκίες για ανοδική κοινωνική κινητικότητα και απέτρεπαν τη διαμόρφωση ταξικής προλεταριακής συνείδησης στα όχι πολυπληθή εργατικά στρώματα. Σταδιακά, στο τέλος της πρώτης και στην αρχή της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα, εμφανίζονται μορφές οργανωμένης συνδικαλιστικής δράσης των εργατών, κυρίως μέσα από τη σύσταση Εργατικών Κέντρων (Αθήνα, Πειραιάς, Βόλος, Λάρισα, Κέρκυρα), ή άλλων συσσωματώσεων όπως ήταν ο Σύνδεσμος Εργατικών Τάξεων της Ελλάδος και η Πανελλήνιος Εργατική Ομοσπονδία. Στη Θεσσαλονίκη δρούσε ήδη από το 1909 η Φεντερασιόν, η Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία, στην οποία κυριαρχούσε το εβραϊκό στοιχείο. Το 1918 ιδρύθηκε η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Ε.). Στη διαδικασία αυτή επέδρασαν θετικά και οι νομοθετικές ρυθμίσεις των κυβερνήσεων Bενιζέλου για τη θέσπιση εργατικού δικαίου και εργατικού συνδικαλισμού.

Tα προβλήματα που αντιμετώπιζαν τα εργατικά και λαϊκά στρώματα των αστικών κέντρων ήταν αρκετά και κρίσιμα. Τα ημερομίσθια ήταν πολύ χαμηλά, κυρίως όσα προορίζονταν για την ανειδίκευτη εργασία. Στη δεκαετία 1912-22 έχει επισημανθεί μια σταθερή πτώση τους σε σχέση με τον πληθωρισμό. Έντονο ήταν επίσης το φαινόμενο της εποχικής απασχόλησης αλλά και της εποχικής ανεργίας ή της ημιαπασχόλησης. Ο αριθμός των ανέργων άγγιξε υψηλά επίπεδα και τα αδιέξοδα που προέκυψαν εξαιτίας της μεγάλης ανεργίας ήταν αρκετά σοβαρά, ώστε έγιναν αντικείμενο κρατικής φροντίδας προς το τέλος της περιόδου.