Οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα παρουσιάζεται στην Ελλάδα με τη δημιουργία των εργατικών κέντρων του Βόλου (1905) και της Λάρισας (1910). Μέχρι τότε οι εργατικές οργανώσεις δεν ήταν παρά σωματεία αλληλεγγύης με πνεύμα μάλλον συντεχνιακό παρά συνδικαλιστικό, στα οποία μετείχαν και οι εργοδότες μαζί με τους εργάτες.

Από το 1910 η εργατική τάξη κάνει την παρουσία της εντονότερη. Οι συντεχνίες της Αθήνας και του Πειραιά υποστήριξαν το κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Γενικά, την εποχή αυτή το φιλελεύθερο νομικό πλαίσιο σε συνδυασμό με τη γενικότερη ανάπτυξη ριζοσπαστικών ιδεών, και την προσάρτηση των νέων ελληνικών επαρχιών και ειδικά της Θεσσαλονίκης, όπου υπήρχε ήδη σημαντική εργατική κίνηση, δίνουν ώθηση στην ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος. Το 1911, με την εργατική νομοθεσία των Φιλελευθέρων ιδρύονται οι πρώτες εργατικές ενώσεις χωρίς πλέον συμμετοχή των εργοδοτών. Ιδρύθηκαν τότε το Εργατικό Κέντρο της Αθήνας, το Εργατικό Κέντρο του Πειραιά καθώς και άλλα εργατικά κέντρα.

Την εποχή αυτή προωθήθηκε από σοσιαλιστές διανοουμένους η ιδέα μιας εθνικής εργατικής πολιτικής, ως πιο αποτελεσματικής για τα συμφέροντα των εργαζομένων, καθώς και της δημιουργίας ενός σοσιαλιστικού κόμματος που θα αποτελούσε το πολιτικό όργανο του εργατικού κινήματος.
Η κυβέρνηση από τη μεριά της δεν ήταν αντίθετη σ' αυτή την προοπτική. Αφενός, μια πανελλήνια οργάνωση θα διευκόλυνε την ένταξη του συνδικαλιστικού κινήματος στη διαδικασία του αστικού εκσυγχρονισμού αλλά και τον έλεγχό του από το κράτος, ώστε να αποφευχθεί η ενδεχόμενη ριζοσπαστικοποίησή του. Ο νόμος του 1914 καθορίζει τη νομική βάση για την ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος, επιτρέποντας κρατικές παρεμβάσεις σ' αυτή τη διαδικασία. Αφετέρου, η φιλεργατική πολιτική των κυβερνήσεων Βενιζέλου υπηρετεί το στόχο της εθνικής συναίνεσης και ομοψυχίας εμπρός στους εθνικούς στόχους του αλυτρωτισμού. ΄Hδη το 1917 η Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης είχε ενθαρρύνει την ίδρυση του Εργατικού Κέντρου ως εξισορρόπιση της επιρροής της εβραϊκής Φεντερασιόν. Παράλληλα γινόταν προσπάθεια να κερδιθεί η εύνοια του διεθνούς σοσιαλιστικού και εργατικού κινήματος, για να ενισχύσει τα ελληνικά διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα ενόψει των εθνικών διεκδικήσεων.