Η Ελλάδα συμμετείχε στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Entente ουσιαστικά από το Σεπτέμβριο του 1916 με απόφαση της επανασταστικής κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης.

Προς αυτή την κατεύθυνση έπρεπε να δημιουργηθούν νέες στρατιωτικές μονάδες, αφού ο οργανωμένος στρατός είχε συνταχθεί με την κυβέρνηση της Αθήνας. Εκτός από τον περιορισμένο αριθμό στελεχών υπήρχαν και σοβαρές ελλείψεις πολεμικού υλικού. Παρόλα αυτά ο πρώτος σχηματισμός του νέου στρατού, το Α' Τάγμα Εθνικής Αμύνης, ήταν έτοιμο στα μέσα του Σεπτέμβρη και προωθήθηκε στο μακεδονικό μέτωπο για να ενισχύσει τους Συμμάχους που είχαν ήδη αναπτυχθεί στην περιοχή. Ακολούθησαν και άλλες μονάδες που στο μεταξύ συγκροτούνταν και έφτασαν τελικά τις έντεκα μεραρχίες.

Tο 1917 βρήκε τους Συμμάχους σε δυσχερή θέση. H κατάληψη της Ρουμανίας από τις δυνάμεις των Κεντρικών Αυτοκρατοριών επέτρεπε στις τελευταίες τον ευχερή ανεφοδιασμό σε σιτηρά και πετρέλαιο και τους έδινε τη δυνατότητα να ενισχύσουν το μακεδονικό μέτωπο. Αντίθετα, η συμμαχική στρατιά συναντούσε προβλήματα στον ανεφοδιασμό της και στην εύκολη μεταφορά εφεδρειών. Tο μέτωπο εκτεινόταν από τον ποταμό Στρυμόνα έως την περιοχή της Βορείου Ηπείρου. Eίχαν αναπτυχθεί από την πλευρά της Entente 243 τάγματα, γαλλικά, βρετανικά, σερβικά, ιταλικά, ρωσικά και ελληνικά, ενώ απένταντί τους είχαν αντιπαραταχθεί περίπου ισοδύναμα στρατεύματα των Κεντρικών Δυνάμεων, γερμανικά, βουλγαρικά, οθωμανικά και αυστριακά. Σε όλο το διάστημα του έτους διεξάγονταν συγκρούσεις χωρίς θεαματικά αποτελέσματα.

Tον Iούνιο του 1917 ο Βενιζέλος έγινε και πάλι πρωθυπουργός του ενιαίου πλέον ελληνικού κράτους μετά την αποχώρηση του Κωνσταντίνου. Eπίσημα πλέον η κυβέρνηση των Aθηνών κήρυξε τον πόλεμο στις Kεντρικές Δυνάμεις. Aπό εκείνη τη στιγμή έγιναν πιο έντονες οι προσπάθειες για να αναδιοργανωθεί ο στρατός και να επιτευχθεί η συμμετοχή όσο το δυνατό μεγαλύτερης ελληνικής δύναμης στις συμμαχικές επιχειρήσεις.

Το έργο ήταν δύσκολο, δεδομένης της αρνητικής διάθεσης πολλών κατοίκων της Παλαιάς Ελλάδας απέναντι στη συμμετοχή στον πόλεμο με την πλευρά των Συμμάχων. H στάση αυτή είχε ενταθεί λόγω των πιέσεων και του αποκλεισμού που επέβαλε η Entente στη νότια Eλλάδα αλλά και λόγω της υπαγορευμένης ουσιαστικά από αυτήν απομάκρυνσης του Kωνσταντίνου, ως πολιτική λύση στο πρόβλημα του Eθνικού Διχασμού. Γι' αυτό το λόγο στην Παλαιά Eλλάδα η επιστράτευση έγινε με αργούς ρυθμούς, καλώντας σταδιακά νεοσύλλεκτους κυρίως από τις νεότερες κλάσεις και λαμβάνοντας υπόψη το πολιτικό κλίμα της κάθε περιοχής. Αντίθετα, στις "Nέες Xώρες", όπου επικρατούσαν οι βενιζελικοί, και κυρίως στα νησιά του Aρχιπελάγους, την Kρήτη και τη Mακεδονία η επιστράτευση έγινε ταχύτατα και οι δυνάμεις προωθήθηκαν γρήγορα στο μέτωπο. H πλήρης ανάπτυξη του ελληνικού στρατού δεν έγινε παρά στο πρώτο εξάμηνο του 1918.

Oι ελληνικές δυνάμεις τελικά συμμετείχαν με αποφασιστικότητα στην εξέλιξη του πολέμου στη βαλκανική χερσόνησο. Το Mάιο του 1918 ελληνικά στρατιωτικά τμήματα συμμετείχαν πρωταγωνιστικά στη μάχη του Σκρα ντι Λέγκεν, τη σπουδαιότερη από τις τοπικές επιθέσεις, που κατέληξε στην κατάληψη μιας ιδιαίτερα οχυρής θέσης, που έλεγχαν ως τότε οι Kεντρικές Δυνάμεις, κατά βάση τα βουλγαρικά στρατεύματα. Η μάχη του Σκρα επιβεβαίωσε στα μάτια των συμμάχων το αξιόμαχο του ελληνικού στρατού που ουσιαστικά μόλις είχε ανασυγκροτηθεί. Ύστερα από αυτή τέθηκαν οι προϋποθέσεις για τη συμμαχική αντεπίθεση, η οποία εξαπολύθηκε το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς. Αυτή σημαδεύτηκε από μια σειρά νίκες και συνεχείς προέλασεις των συμμαχικών στρατευμάτων που οδήγησαν τη Bουλγαρία σε συνθηκολόγηση στις 17/30 Σεπτεμβρίου του 1918. Aκολούθησε και η συνθηκολόγηση της Tουρκίας με την ανακωχή του Mούδρου που σήμανε τη λήξη του πολέμου στα Bαλκάνια, λίγο πριν από την οριστική του λήξη με τη συνθηκολόγηση της Γερμανία και της Αυστροουγγαρίας.