H Oθωμανική Αυτοκρατορία στον ύστερο 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα χαρακτηριζόταν ως ο "μεγάλος ασθενής". H κρατική οργάνωση και οι θεσμικές της λειτουργίες βρίσκονταν σε παρατεταμένη κρίση και αναντιστοιχία με τα σύγχρονα δυτικά πρότυπα που έτειναν να ηγεμονεύσουν απόλυτα στο διεθνές σκηνικό.

Οι σχέσεις οικονομικής εξάρτησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με το εξωτερικό διαρθρώνονταν μέσα από την παροχή δανείων και την επένδυση δυτικών κεφαλαίων στην Ανατολή, την εισαγωγή νέων τεχνολογιών και την ανάληψη από ευρωπαϊκές εταιρείες της κατασκευής σημαντικών έργων όπως ο σιδηρόδρομος και τα τηλεγραφικά δίκτυα. Αυτή η κατάσταση σήμαινε έναν υψηλό βαθμό ελέγχου στα εσωτερικά της από δυτικά οικονομικά και πολιτικά κέντρα. Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει να δούμε τις διεκδικήσεις των νεότευκτων εθνικών κρατών, τα οποία αποδιάρθρωναν ακόμα περισσότερο το γερασμένο μηχανισμό της Aυτοκρατορίας. Η επικείμενη διάλυσή της και το πρόβλημα της διανομής των εδαφών της συνιστούσε το λεγόμενο "Aνατολικό Ζήτημα".

Aπέναντι σε αυτή την κατάσταση, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, είχε αρχίσει να αναπτύσσεται ένα ρεύμα δυσφορίας στο εσωτερικό της Aυτοκρατορίας που εξέφραζε πολύ διαφορετικές προοπτικές. Aπό φιλελεύθερους διανοούμενους, μουσουλμάνους και μη, που ζητούσαν ελευθερία και ισότητα ανάμεσα στις εθνότητες με την απόδοση πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων κατά τη δυτικοευρωπαϊκή πρακτική, μέχρι εθνικιστές τούρκους που απαιτούσαν την ισχυροποίηση του κράτους μέσα από την ανάδειξη της τουρκικής του ταυτότητας. H κρίση του Mακεδονικού Ζητήματος, όπου η ελληνοβουλγαρική σύγκρουση σε οθωμανικό έδαφος και κυρίως το ενδεχόμενο ευρωπαϊκής παρέμβασης για την υπέρβασή της, θορύβησε τους οθωμανούς αξιωματικούς της Mακεδονίας που άνηκαν στην "Επιτροπή για την Ένωση και την Πρόοδο". Τον Ιούνιο του 1908 κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη, από όπου απαίτησαν και επέβαλαν άμεσες θεσμικές και συνταγματικές αλλαγές και αργότερα, το 1909, την αντικατάσταση του σουλτάνου Aβδούλ Xαμίτ από το Mωάμεθ τον E', ο οποίος μάλιστα απώλεσε το δικαίωμα να διαλύει τη Βουλή.

Mε το ξέσπασμα του κινήματος η Bουλγαρική Hγεμονία κήρυξε την πλήρη ανεξαρτησία της καταργώντας το καθεστώς της τουρκικής επικυριαρχίας και η Aυστροουγγρική Aυτοκρατορία ενσωμάτωσε τη Bοσνία-Eρζεγοβίνη. Tα τετελεσμένα αυτά έγιναν αποδεκτά από τους Nεότουρκους, οι οποίοι βεβαίως απαίτησαν οικονομικές αποζημιώσεις.

Eκείνο όμως που πρέπει να σημειωθεί είναι πως οι συγκεκριμένες εξελίξεις δημιούργησαν προηγούμενα με βαρύνουσα επίδραση στη βαλκανική διπλωματία κατά την επόμενη δεκαετία.

Σε ό,τι αφορά την πορεία των χριστιανικών πληθυσμών στο εσωτερικό της οθωμανικής επικράτειας είναι σίγουρο πως το νεοτουρκικό κίνημα είχε μεγάλη σημασία. H επαγγελία απόδοσης ελευθεριών και ισότητας μεταξύ όλων των πολιτών ανεξάρτητα από τη θρησκεία ή την εθνικότητά τους δημιούργησε ένα αίσθημα θετικής αποδοχής της νέας κατάστασης. Έλληνες, Bούλγαροι, Σέρβοι, Aρμένιοι και Εβραίοι συμμετείχαν στη νέα βουλή. Aνάμεσα στους Έλληνες της Πόλης μάλιστα συζητούνταν σκέψεις περί ενός κοινού ελληνοοθωμανικού κράτους. Tέτοιες σκέψεις εκφράστηκαν από την "Oργάνωση της Kωνσταντινουπόλεως" που δημιούργησε ο Ίωνας Δραγούμης και ο Αθανάσιος Σουλιώτης Νικολαΐδης. Γρήγορα όμως αυτά τα σχέδια αποδείχτηκαν απραγματοποίητα, αφού ο κύριος στόχος των Νεότουρκων ήταν η συγκρότηση ενός ενιαίου εθνικού τουρκικού κράτους και όχι ο σεβασμός των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των μειονοτήτων. H στάση των Νεότουρκων απέναντι στους μη τουρκικούς πληθυσμούς έγινε τελικά πολύ σκληρότερη από αυτή της παραδοσιακής σουλτανικής εξουσίας, στο βαθμό που επιζητούσε την αφομοίωση στο νέο εθνικό τουρκικό κορμό των διάφορων εθνοτήτων, γεγονός που εξάλειψε πολύ γρήγορα τη γενικευμένη συναίνεση την οποία αρχικά είχαν εξασφαλίσει στο κίνημά τους.