Ο αποκλεισμός συνεχίζεται και μάλιστα στενώτατος. Στάρι υπήρχε ελάχιστο, όσον δηλαδή παρήγετο στον τόπο, το οποίον μάλιστα παρέμενεν εις την ύπαιθρον και δεν έφτανε στας πόλεις.

Το κάρβουνο είχε λείψει εντελώς. Αι στερήσεις ήσαν απερίγραπτοι. Το πράγμα έφτανε μέχρι αφαντάστου σκληρότητος.
[...] Κανείς δεν πίστευεν ότι όλα αυτά ήσαν αναγκαία δια την ασφάλειαν των νώτων του Σαράιγ. Ο πολύς κόσμος επίστευεν ότι όλα αυτά εγίνοντο δια να εξαναγκασθή η Ελλάς να πολεμήση με την Αντάντ. Όλοι οι άλλοι, γενικώς όλοι οι άλλοι εφρόνουν, ότι δια των σκληρών απανθρώπων τούτων μέτρων, αι Δυνάμεις της Συνενοήσεως υπελόγιζον ότι ο ελληνικός λαός θα εγκατέλιπε τον Βασιλέα και θα εστρέφετο προς τον Βενιζέλον.
Ουδεμία πλάνη μεγαλυτέρα ταύτης θα ήτο δυνατή. Όσον ο λαός ετυραννείτο τόσον και περισσότερον συνεσπειρούτο, αλλά και τόσον περισσότερον αφωσιώνετο προς τον Βασιλέα. Αι υπέρ αυτού λαϊκαί εκδηλώσεις ήσαν συνεχείς, ατέλειωτες και αυθόρμητες. Από όπου και αν διήρχετο, όπου και αν επήγαινεν, εγίνετο το αντικείμενον των πλέον ενθουσιωδών εκδηλώσεων. Πίσω από το βασιλικόν αυτοκίνητον έτρεχον εκατοντάδες ανθρώπων για να χειροκροτούν και ζητωκραυγάζουν τον βασιλέα.

Κ. Ζαβιτζιάνου, Αναμνήσεις εκ της διαφωνίας Κωνσταντίνου-Βενιζέλου, Α', Αθήνα, 1946, σ. 237.