Κατά την περίοδο 1897-1922 σημαντικότατα γεγονότα και βαρύνουσες εξελίξεις επιδρούν με τρόπο καθοριστικό στην πορεία της Ελλάδας και συντελούν αποφασιστικά στη διαμόρφωσή της ως σύγχρονου κράτους.

Περίοδος θεαματικών αλλαγών, βαρυσήμαντων επιλογών, οξύτατων κρίσεων, μιας δεκάχρονης πολεμικής περιπέτειας, η οποία καταλήγει τόσο στην εδαφική επέκταση όσο και στη δραματική κατάληξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας και κατατείνει στη διαμόρφωση μιας Ελλάδας ριζικά διαφορετικής από το παρελθόν.

Η περίοδος ανοίγει με ένα γεγονός-σταθμό: την ήττα στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Η ήττα εκλήφθη ως τεράστιο πλήγμα, προκαλώντας καθολική απογοήτευση καθώς και αμφισβήτηση του κράτους και των δομών λειτουργίας του, του παραδοσιακού πολιτικού κόσμου και της βασιλικής δυναστείας ως προς την αποτελεσματικότητά τους στη διαχείριση των εθνικών θεμάτων. Η ηττοπαθής διάθεση και το αίσθημα της "ντροπής" εντάθηκαν ακόμα περισσότερο και από την επιβολή της Επιτροπής του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, η οποία θα επιστατούσε στην καταβολή της πολεμικής αποζημίωσης στην Τουρκία, καθώς και στη διευθέτηση του συνολικού δημόσιου χρέους, αποτέλεσμα της πτώχευσης της χώρας το 1893. Οικονομική λοιπόν και εθνική κρίση, δηλαδή διπλή αποτυχία, τόσο στην οικονομική όσο και την αλυτρωτική πολιτική δημιουργούν κλίμα απαισιοδοξίας και ενδοσκόπησης. Ως το 1909 τίποτα δεν αλλάζει. Στην εξουσία εναλλάσσονταν δύο κόμματα: το τρικουπικό με αρχηγό το Γεώργιο Θεοτόκη και το δηλιγιαννικό με αρχηγό τον ίδιο το Θεόδωρο Δηλιγιάννη και, μετά τη δολοφονία του το 1905, τους διαδόχους του, Δημήτριο Ράλλη και Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, ηγέτες δύο διαφορετικών κομμάτων, καταγόμενων όμως από το δηλιγιαννικό κόμμα. Καμιά ιδιαίτερη πρόοδος δε σημειώθηκε εκτός από τις κάποιες ανορθωτικές, κυρίως στον οικονομικό τομέα, προσπάθειες των κυβερνήσεων Θεοτόκη. Αντίθετα, η ολοένα αυξανόμενη οικονομική κρίση και η δυσπραγία κοινωνικών ομάδων, η συνεχής αποκάλυψη των αδυναμιών του παλιού πολιτικού κατεστημένου προκαλούν εντεινόμενη δυσαρέσκεια και δημιουργούν συνθήκες για την ανάπτυξη αντίδρασης.

Το 1909, έτος της εκδήλωσης του Κινήματος στο Γουδί, προσλαμβάνεται ως τομή στην περιοδολόγηση της ελληνικής ιστορίας σηματοδοτώντας την αρχή μιας δεκάχρονης περιόδου (1910-20) προόδου και συγκρότησης της Ελλάδας ως σύγχρονου κράτους. Ταυτίζεται με την άνοδο των μεσαίων αστικών στρωμάτων, τα οποία, ενισχυμένα από τις οικονομικές εξελίξεις των τελευταίων ετών του 19ου αιώνα, διεκδικούν έναντι της παλιάς, πολιτικής, αστικής ολιγαρχίας την πολιτική τους εκπροσώπηση και τη δημιουργία των θεσμικών εκείνων προϋποθέσεων που θα διευκόλυναν την οικονομική τους δραστηριότητα.
Ηγετική φυσιογνωμία θα αναδειχθεί ο κρητικός πολιτικός Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος θα εκπροσωπήσει την προσπάθεια για καπιταλιστικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας και την οργάνωση ενός κράτους στα πρότυπα των δυτικών δημοκρατιών. Ο αστικός εκσυγχρονισμός που θα επιχειρήσει ο Βενιζέλος θα συνοδοιπορήσει σε αγαστή σύμπνοια με την εθνική ολοκλήρωση, στην εκδοχή του αλυτρωτισμού και της ενσωμάτωσης των Νέων Χωρών και των κατοίκων τους στο εθνικό κράτος. Οι δυο αυτοί στόχοι, ο οικονομικός και πολιτικός εκσυγχρονισμός από τη μια και η μαχητική επιδίωξη της Μεγάλης Ιδέας στη συγκυρία του Α' Παγκόσμιου Πολέμου από την άλλη, αποτελούν το περιεχόμενο του βενιζελισμού.
Απέναντί του στάθηκε ο αντιβενιζελισμός, αντιδρώντας ταυτόχρονα στον αστικό εκσυγχρονισμό και στον αλυτρωτισμό. Η συνολικότερη κοινωνική και πολιτική αντίθεση ανάμεσα τόσο σε κοινωνικές ομάδες όσο και στους παλιούς και νέους πληθυσμούς, που ενσωματώθηκαν με την εδαφική επέκταση ως αποτέλεσμα των βαλκανικών νικών, θα συγκεκριμενοποιηθεί στη σύγκρουση ανάμεσα στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο και το βασιλιά Κωνσταντίνο Α' για τη θέση της Ελλάδας στον A' Παγκόσμιο Πόλεμο. Θα πάρει διαστάσεις Εθνικού Διχασμού, που κορυφώθηκε τα χρόνια 1915-17 με τη δημιουργία δύο ελληνικών κρατών, ένα αντιβενιζελικό στο γεωγραφικό χώρο της Παλαιάς Ελλάδας κι ένα βενιζελικό στο γεωγραφικό χώρο των Νέων Χωρών.
Τα χρόνια 1917-20, κατά τη δεύτερη φάση της βενιζελικής εξουσίας, συνεχίζεται η εκσυγχρονιστική προσπάθεια που είχε εγκαινιαστεί την περίοδο 1910-15 και είχε ανακοπεί από τις εξελίξεις του Διχασμού και του πολέμου.

Στις εκλογές του 1920, μεσούσης της Μικρασιατικής Εκστρατείας, οι κουρασμένοι από τη δεκάχρονη πολεμική περιπέτεια Έλληνες καταψήφισαν τους φιλελεύθερους. Οι αντιβενιζελικοί παρά τις προεκλογικές εξαγγελίες τους συνέχισαν το μικρασιατικό πόλεμο, επαναφέροντας στο θρόνο τον ανεπιθύμητο στους δυτικούς συμμάχους Κωνσταντίνο. Το γεγονός αυτό έδωσε στους συμμάχους και το πρόσχημα να εγκαταλείψουν την Ελλάδα στη Μικρά Ασία, καθώς τα συμφέροντά τους υπαγόρευαν πλέον την ενίσχυση του Κεμάλ. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής κυρίαρχες είναι οι εξωτερικές εξελίξεις. Μέσα στο διαφορετικό πλέον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, που καθιστούσε δυνατή τη διάψευση των ελληνικών επιδιώξεων στη Μικρά Ασία, λανθασμένες στρατιωτικές επιλογές και η οικονομική εξάντληση επέφεραν μια ακόμη οδυνηρότερη Καταστροφή το καλοκαίρι του 1922, ξεριζώνοντας τους ελληνικούς πληθυσμούς της Ανατολής από τις κοιτίδες τους και καθιστώντας τους πρόσφυγες στην Ελλάδα.

Μετά την κατάρρευση του μετώπου η κατάσταση στην Ελλάδα είναι τραγική. Τα πλήθη των προσφύγων και οι στρατιώτες κατακλύζουν τη χώρα. Μια ομάδα αξιωματικών με επικεφαλής το Νικόλαο Πλαστήρα καταλαμβάνει την εξουσία, επιδιώκοντας κυρίως μια κάθαρση για την εθνική τραγωδία. Πρόκειται για την "Επανάσταση του 1922". Σε αυτή τη λογική έγινε η δίκη των έξι πρωταιτίων της Καταστροφής, που οδήγησε στη θανατική τους καταδίκη, γεγονός που επιδείνωσε το βαρύ κλίμα της εποχής.