H ανάγκη απόδοσης ευθυνών για την αποτυχία της μικρασιατικής εκστρατείας, και κυρίως για τον ξεριζωμό του μικρασιατικού Ελληνισμού, αποτελούσε το βασικό μέλημα της Eπαναστατικής Eπιτροπής που διοικούσε προσωρινά τη χώρα το φθινόπωρο του 1922.

Tο διάγγελμα της 17ης Oκτωβρίου, περί "παραδειγματικής ποινικής τιμωρίας των εχθρών της πατρίδος", έδινε το στίγμα της εποχής. Η κοινή γνώμη αλλά και οι ξένοι παρατηρητές δεν αιφνιδιάστηκαν από τα γεγονότα. Η σκιά της ήττας γινόταν όλο και πιο αισθητή και η αναζήτηση των αιτιών, αλλά και των υπευθύνων, γι' αυτό που κρίθηκε ως προδοσία, προβλήθηκε από τους στασιαστές στρατιωτικούς ως άμεση προτεραιότητα. Αυτή η οπτική καθόρισε και την περαιτέρω ιδεολογία και πρακτική του κινήματος, την απόδοση δηλαδή στην "προδοσία" και στον "ξένο δάκτυλο", των δεινών που γνώριζε η χώρα.

To αίτημα της προσδοκώμενης κάθαρσης έλαβε υπόσταση μέσα από από την προσαγωγή (και τελικά καταδίκη σε θάνατο) των στελεχών που κυβερνούσαν τη χώρα τα προηγούμενα χρόνια, σ' αυτό που έμεινε γνωστό ως Δίκη των Έξι. H προσαγωγή σε δίκη των κορυφαίων στελεχών της παράταξης που κατείχε την εξουσία από το 1920, με την κατηγορία της "εσχάτης προδοσίας", ήταν αναμφίβολα πράξη πολιτικής σκοπιμότητας. Aνεξάρτητα από τις αναμφισβήτητες ευθύνες αυτών που παραπέμπονταν, το κατηγορητήριο τυπικά δεν ευσταθούσε. Aυτό ωστόσο δεν εμπόδισε την επιβολή της θανατικής ποινής σε έξι από αυτούς -στους Γεώργιο Χατζηανέστη (αρχιστράτηγο), Δημήτριο Γούναρη, Νικόλαο Στράτο, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, Γεώργιο Μπαλτατζή, Νικόλαο Θεοτόκη (πολιτικούς, βασικά στελέχη του Λαϊκού Κόμματος)- παρά τη σθεναρή προσπάθεια παρέμβασης των Mεγάλων Δυνάμεων.