Γύρω στο 1909 εμφανίζεται ο Κωνσταντίνος Παρθένης, που θα δεσπόσει με το έργο του και την επόμενη περίοδο του Μεσοπολέμου και θα αναδειχτεί σε δάσκαλο της νεοελληνικής ζωγραφικής.

Εισηγητής του ιμπρεσιονισμού, ανανέωσε τα εκφραστικά μέσα, προχωρώντας σε σύνθεση των ευρωπαϊκών ρευμάτων με την παράδοση του Ελληνισμού. Με το έργο του ενέταξε τη νεοελληνική ζωγραφική στη σύγχρονη τέχνη, υπερβαίνοντας ταυτόχρονα κάποιους από τους τύπους της. Ιμπρεσιονιστικά και μετεμπρεσιονιστικά στοιχεία, αντιρεαλιστική τάση, ένας προσωπικός συμβολισμός συνιστούν μια τέχνη ιδιαιτέρως πνευματική, όπου πραγματοποούνται με μια πρωτότυπη τεχνική οι προθέσεις του καλλιτέχνη. Ενδιαφέρθηκε περισσότερο για έργα ιστορικά, θρησκευτικά, μυθολογικά και αλληγορικά.

Με τον Κωνσταντίνο Μαλέα έχουμε κυρίως μια νέα τοπιογραφία. Από την αναπαράσταση του φυσικού χώρου προχωρεί στην ερμηνεία του. Επαναπροσδιορίζοντας το ρόλο του χρώματος, με έντονη σχηματοποίηση των μορφών, με αυστηρή τεκτονική οργάνωση, δημιουργεί ελληνικά τοπία που επιβάλλονται στο θεατή.

Ο Γιώργος Μπουζιάνης, με το ενδιαφέρον του στραμμένο στην ανθρώπινη μορφή, δημιουργεί έργα τα οποία απηχούν την επίδραση του γερμανικού εξπρεσιονισμού σε ένα διαφορετικό "μεσογειακό ελληνικό εξπρε σιονισμό", όπως παρατηρεί ο Χρ. Χρήστου, με έντονα προσωπικά στοιχεία. Τον κύριο ρόλο παίζουν τα πιο λυρικά χρώματα και η εσωτερικότητα των μορφών. Το έργο του αποτελεί από τις πιο -αν όχι την πιο-σπουδαία εξπρεσσιονιστική διατύπωση εκτός γερμανικού χώρου.