Στην περίοδο αυτή εξακολουθεί να κυριαρχεί ο συμβατικός κλασικισμός της προηγούμενης περιόδου.

Παραμένει η σταθερή αρχιτεκτονική επιλογή της περιόδου κυρίως για τη φιλελεύθερη αστική τάξη, ικανοποιώντας ταυτόχρονα την τάση της για κοινωνική επίδειξη και το μεγαλοϊδεατικό της πρόταγμα. Σημαντικός αρχιτέκτονας της περιόδου είναι ο Αναστάσιος Μεταξάς, ο οποίος μάλιστα οδηγεί τον κλασικισμό σε μια "μοντέρνα" του, "αγνή", καθαρμένη από ξένα στοιχεία μορφή, με έντονη τη χρήση του λευκού χρώματος (Mουσείο Mπενάκη).
Παράλληλα, ακολουθείται το γαλλικό νεομπαρόκ (Ιωνική και Λαϊκή Τράπεζα, οδός Πεζμαζόγλου), ενώ συναντάμε νέες μορφές που συνδυάζουν στοιχεία από διαφορετικές πηγές. Έτσι, στα εξοχικά προάστεια της Αθήνας αλλά και στις εξοχές άλλων πόλεων, όπως της Πάτρας και της Ερμούπολης, κτίζονται μεγαλοαστικές βίλες, βασισμένες στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική κάθε τόπου με προσμείξεις εκλεκτικιστικές. Πρόκειται για σπίτια Art Nouveau, τα ρουστίκ και τα "ροζ σπίτια". Είναι όλα δείγματα μιας "γραφικής αρχιτεκτονικής", που ενδιαφέρεται περισσότερο για τη λειτουργικότητα και τη λιτότητα.

Την ίδια εποχή σημειώνεται η πρώτη συστηματική προσπάθεια ανέγερσης σχολικών κτηρίων, με τη σειρά των 400 σχολικών κτηρίων του Δ. Καλλία, γνωστών ως τα "Σχολεία του Συγγρού" με την τυπικά μημειακή σύνθεση του κλασικισμού.

Σε αντιστοιχία προς την καθολική αποδοχή της Μεγάλης Ιδέας από όλες τις κοινωνικές τάξεις, ο κλασικισμός διαδόθηκε ευρύτατα και επικράτησε ως η εθνική αρχιτεκτονική του ελληνικού 19ου αιώνα.

Το νεοκλασικό κυριαρχεί και αυτή την περιόδο στην ανώνυμη αρχιτεκτονική των κατώτερων εισοδημάτων την ίδια στιγμή που οι μεγαλοαστοί το εγκαταλείπουν σταδιακά.
Η μορφή τυποποιείται αλλά διατηρεί και τη γραφικότητά της. Ολόκληρα κομμάτια συνοικιών γύρω από το κέντρο (Kολωνός, Mεταξουργείο, Νεάπολη, Πλάκα, Πετράλωνα, Aρδηττός), διατηρούνται με τέτοια ταπεινά σπίτια του πρώτου τέταρτου του 20ού αιώνα: κλειστό μέτωπο προς το δρόμο, εσωτερική αυλή, χαγιάτι με τα τζαμωτά και κλασικιστική πρόσοψη, με τους διακοσμητικούς ανθεμωτούς πήλινους ακροκέραμους. Παράλληλα, εμφανίζεται και η διασκευή μιας μονοκατοικίας ή διπλοκατοικίας για νοικοκυριά ενός ή περισσότερων ατόμων με κοινούς βοηθητικούς χώρους (κουζίνα, αποχωρητήριο).

Ο νεοκλασικός ρυθμός δεν είναι γενικευμένος μόνο στο αστικό περιβάλλον, αλλά διαδίδεται και στο αγροτικό. Ο επαρχιακός κλασικισμός των κωμοπόλεων και των χωριών στις αρχές του αιώνα δείχνει τη συμμετοχή των ανώτερων τοπικών στρωμάτων σε μια νέα κουλτούρα. Αντίθετα, τα κατώτερα στρώματα μένουν περισσότερο ή λιγότερο προσκολλημένα στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Μεγάλη ποικιλία τύπων αλλά και κλίμακας απαντάται στην επαρχιακή αρχιτεκτονική της εποχής.

Στην αρχή του εικοστού αιώνα, και στο πλαίσιο των παρατηρήσεων και των προτροπών του Π. Γιαννόπουλου (ο οποίος φρίττει με τον κλασικισμό και ζητεί μια ελληνική αρχιτεκτονική στηριγμένη στην παράδοση και προσαρμοσμένη στις ελληνικές ανάγκες) και του Ι. Δραγούμη (ο οποίος πίστευε ότι η αναζήτηση μιας νεοελληνικής αρχιτεκτονικής πρέπει να εστιαστεί στη βυζαντινή παράδοση), κι ενώ ο κλασικισμός, ούτως ή άλλως παρακμάζει, εμφανίζεται ενδιαφέρον για την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τάση να δημιουργηθεί ελληνικός ρυθμός. Την ελληνικότητα στην αρχιτεκτονική αναζήτησαν εκείνη την περίοδο ο Δημήτριος Τσιπούρας μέσα από κείμενα και σχέδια, ο Εμμανουήλ Κριεζής, που θα ενδιαφερθεί κυρίως γαι την αρχιτεκτονική της ελληνικής υπαίθρου. Σε αυτήν την περίοδο πάντως κανείς αρχιτέκτονας δε φαίνεται να ασχολήθηκε έμπρακτα με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Όλα αυτά θα κάνει πράξη την επόμενη κυρίως περίοδο ο Αριστοτέλης Ζάχος, ο οποίος θα εφαρμόσει στην πράξη την ενασχόληση με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, μελετώντας τη βυζαντικνή αρχιτεκτονική και προβάλλοντας το πρότυπο μιας ντόπιας "λαϊκής" αρχιτεκτονικής και μεταφέροντας την παραδοσιακή αρχιτεκτονική σε σύγχρονα υλικά.