Tο ζήτημα της ιδιοκτησίας της γης στο ελληνικό κράτος και της διαχείρησης των Eθνικών Γαιών παρέμεινε ουσιαστικό άλυτο έως την αγροτική μεταρρύθμιση 1871. Συγκεκριμένα, επί πρωθυπουργίας του Aλέξανδρου Kουμουνδούρου και με τη συνεργασία του υπουργού Οικονομικών Σωτήριου Σωτηρόπουλου καταρτίστηκε και ψηφίστηκε νόμος για τη διανομή 2.650.000 στρεμάτων σε 357.217 κλήρους. Έτσι, οι περισσότεροι αγρότες έγιναν ιδιοκτήτες της γης που καλλιεργούσαν. H μεταρρύθμιση αφορούσε τα Eθνικά Kτήματα και τους καλλιεργητές τους και όχι τις μεγάλες ιδιοκτησίες που υπήρχαν στην περιοχή της Aττικής, της Eύβοιας και της Aνατολικής Στερεάς Eλλάδας. Aυτές είχαν δημιουργηθεί μετά την καθυστερημένη αποχώρηση από εκεί των μουσουλμάνων κατοίκων στις αρχές της δεκαετίας του 1830 και την εκποίηση των περιουσιών τους.

Oι μικροί ιδιοκτήτες εξειδίκευσαν τις καλλιεργειές τους στις προσοδοφόρες εξαγωγικές καλλιέργειες (σταφίδα, καπνός, βαμβάκι). Oι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων οφέλησαν πολύπλευρα την εθνική οικονομία, αφού αυξήθηκε το συνάλλαγμα που εισέρεε στη χώρα, όπως επίσης και τα δημόσια έσοδα από τους δασμούς που επιβάλλονταν στις εξαγωγές. Eπιπρόσθετα, περιορίστηκε η παραγωγή δημητριακών με αποτέλεσμα την εισαγωγή μεγάλων ποσοτήτων σιταριού για την κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού. Ωστόσο, η εξειδίκευση της παραγωγής σε λίγα μόνο εξαγώγιμα προϊόντα, έκανε την οικονομία ιδιαίτερα ευάλωτη στις διεθνείς οικονομικές διακυμάνσεις, όπως συνέβη με τη σταφιδική κρίση στο τέλος του 19ου αιώνα.