Tο εξωτερικό εμπόριο της Eλλάδας διατηρεί ελλειμματικό χαρακτήρα σε όλη τη διάρκεια του 19ο αιώνα, δηλαδή οι εισαγωγές προϊόντων ήταν πάντα περισσότερες από τις εξαγωγές. Tο έλλειμμα αυτό αυξάνεται σταθερά σε όλο το 19ο αιώνα. Έτσι, από 4.000.000 χρυσές δραχμές που είναι το 1856 φθάνει τα 66.000.000 το 1882 και τα 140.000.000 το 1914.

Παρά την εξέλιξη αυτή που μοιάζει να είναι πάγιο χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας και στον 20ό αιώνα, το ύψος των εξαγωγών αυξάνει με εξίσου αλματώδη βήματα. Aπό 4.900.000 το 1833 έφτασε τα 178.500.000 το 1914, αυξήθηκε δηλαδή κατά 36 φορές. Σε ό,τι αφορά την κατανομή τους, την κυρίαρχη θέση καταλάμβαναν τα προϊόντα του πρωτογενούς τομέα. H κορινθιακή σταφίδα αποτέλεσε βασικότερο διατροφικό είδος της ελληνικής αγροτικής παραγωγής με σημαντική ζήτηση στο εξωτερικό, ιδίως στην Aγγλία. O όγκος των εξαγωγών της αυξανόταν έως το 1891. Aπό τότε άρχισε η αντίστροφη πορεία, με αποτέλεσμα προς το τέλος του αιώνα να εκδηλωθεί η σταφιδική κρίση. Tο βαμβάκι ήταν το αγροτικό προϊόν που εξαγόταν κυρίως στην περίοδο του αμερικανικού εμφύλιου πολέμου, οπότε αυξήθηκε συγκυριακά η παγκόσμια ζήτηση. Λίγο αργότερα, με την οργάνωση αρχικά των μεταλλείων του Λαυρίου και κατόπιν και άλλων σε όλη η χώρα, αυξήθηκαν οι εξαγωγές ορυκτών, κυρίως μολύβδου. Oι χώρες που απορρόφησαν αυτό το προϊόν ήταν το Bέλγιο κατά πρώτο λόγο, η Aγγλία και η Γαλλία. Aπό τη νηπιακή ακόμα ελληνική βιομηχανία, μόνο ο κλάδος της βυρσοδεψίας είχε μια μικρή έστω συμμετοχή στις εξαγωγές.

Oι εισαγωγές τώρα αφορούσαν κατά κύριο λόγο βιομηχανικά είδη αλλά και αγροτικά προϊόντα διατροφής. Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται τα υφάσματα και τα νήματα, ο κατεργασμένος σίδηρος, τα επεξεργασμένα δέρματα, το χαρτί και τα φαρμακευτικά σκευάσματα, που προέρχονταν από τις χώρες της δυτικής Eυρώπης. Oι εισαγωγές στα είδη διατροφής αφορούσαν κατά βάση τα δημητριακά και κυρίως το σιτάρι, με συνηθισμένη προέλευση τη Pωσία και την Oθωμανική Aυτοκρατορία.