Η Μεγάλη Ιδέα πρωτοεμφανίστηκε ως όρος στις 14 Iανουαρίου 1844, με την ομιλία του Iωάννη Kωλέττη κατά τη διαμάχη αυτοχθόνων-ετεροχθόνων. Έκτοτε και για όλο το 19ο αιώνα θα αποτελέσει την κινητήριο ιδεολογική αναφορά του νεαρού κράτους. Λειτούργησε δε ως πεδίο συνάντησης και ενοποίησης μιας κοινωνίας κατακερματισμένης, υποκείμενης σε παραδοσιακές διατοπικές και κοινωνικές αντιθέσεις, θέτοντας σε νέα βάση τη συναίσθηση της νεοελληνικής ταυτότητας. Το περιεχόμενο της Μεγάλης Ιδέας, το οποίο θα μπορούσε να συνοψισθεί στη φράση "εθνική ολοκλήρωση", δεν ορίστηκε ποτέ με αυστηρό και καταληκτικό τρόπο. Οργανώνεται ωστόσο σε αναφορά προς δύο σταθερούς άξονες:

α) ένα γενικό πολιτικό πρόταγμα που έθετε ως στόχο την πολιτική και γεωγραφική ενοποίηση των ελληνικών πληθυσμών, έτσι ώστε να συμπεριληφθούν στο πλαίσιο ενός εθνικού κράτους. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία των χρόνων της Μακεδονικής δυναστείας αποτέλεσε το εδαφικό πρότυπο επέκτασης του ελληνικού κράτους, ενώ ο αλυτρωτισμός, δηλαδή η ιδεολογία απελευθέρωσης των αλύτρωτων ομοεθνών, προσέφερε την απαραίτητη νομιμοποίηση στο πεδίο των διεθνών σχέσεων για την εφαρμογή επεκτατικής πολιτικής. Τέλος, ο "εκπολιτισμός της Ανατολής" που θα επιτευχθεί μέσω του εξελληνισμού της αναφέρεται στο περιεχόμενο της "ιστορικής αποστολής" του ελληνικού έθνους και υποδηλώνει την άμεση σχέση του νεοσύστατου βασιλείου με την ελληνική Αρχαιότητα.

β) ένα επίσης γενικό και συνάμα επιτακτικό αίτημα εθνικής ενότητας που προβάλλεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση του πολιτικού προτάγματος. Η ενότητα του Ελληνισμού στο χώρο προϋποθέτει την ενότητά του στο χρόνο, την αδιάσπαστη συνέχειά του ανά τους αιώνες. Στην κατεύθυνση αυτή ο ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος αποκαθιστά στο έργο του Ιστορία του Ελληνικού Έθνους το Βυζάντιο ως συνδετικό κρίκο ελληνικής Αρχαιότητας και νεότερου Ελληνισμού, σε μια εποχή μάλιστα που τίθεται σε αμφισβήτηση η φυλετική συγγένεια/συνέχεια αρχαίων Ελλήνων και Νεοελλήνων.

Η βεβαιότητα πραγματοποίησης του πολιτικού προτάγματος της Μεγάλης Ιδέας που διακατέχει την ελληνική κοινωνία ολόκληρο το 19ο αιώνα δε συμβαδίζει με τις περιορισμένες οικονομικές και στρατιωτικές δυνατότητες του κράτους ούτε με την ασφυκτική παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Τα λεγόμενα Ηπειροθεσσαλικά στις απαρχές του Κριμαϊκού (1854) ήταν η πρώτη από μια σειρά αποτυχημένων προσπαθειών υλοποίησης της αλυτρωτικής πολιτικής τον αιώνα αυτό. Αυτό ωστόσο δε στάθηκε ικανό να προκαλέσει τριγμούς στα θεμέλια της Μεγάλης Ιδέας. Αντίθετα, συνέχισε να λειτουργεί ως ο κατεξοχήν ομογενοποιητικός παράγοντας στο ελληνικό βασίλειο, ανατροφοδοτούμενος και από τη σταδιακή εμφάνιση των ανταγωνιστικών εθνικισμών των άλλων βαλκανικών λαών στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.