Στο Ναύπλιο, στα 1836, εκδόθηκε το θεατρικό έργο Η Βαβυλωνία του Δ. Χατζηασλάνη ή Βυζάντιου. Το έργο, το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία σε όλο το 19ο αιώνα, είναι σατιρική αναπαράσταση της πανσπερμίας ανθρώπων από διαφορετικές περιοχές που συνέρρευσαν στο ελληνικό κράτος. Ηπειρώτες, νησιώτες, Θεσσαλοί, Επτανήσιοι, Κρήτες, ένοπλοι, λόγιοι, Φαναριώτες, άλλοι ως πρόσφυγες από τις περιοχές που δεν επικράτησε η Επανάσταση, άλλοι ως εθελοντές στα ένοπλα σώματα και άλλοι στη στελέχωση των μηχανισμών της Διοίκησης βρέθηκαν τη δεκαετία του 1820 στις επαναστατημένες περιοχές. Oι περισσότεροι παρέμειναν σε αυτές και μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Είναι οι ετερόχθονες ή αλλιώς ξενομερίτες, τουρκομερίτες, φραγκολεβαντίνοι, όπως τους αποκαλούσαν οι αυτόχθονες, δηλαδή οι ντόπιοι κάτοικοι των περιοχών που συμπεριλήφθηκαν εντός των ορίων του νεοσύστατου βασιλείου.

Καθώς πολλοί από τους ετερόχθονες (π.χ. Φαναριώτες, Επτανήσιοι) ήταν εγγράμματοι και συνακόλουθα διέθεταν τις γνώσεις και τις δεξιότητες που απαιτούνται για τη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού και τη λειτουργία μιας στοιχειώδους γραφειοκρατίας, προτιμήθηκαν για τις θέσεις αυτές από την αντιβασιλεία και τον Όθωνα. Δε θα ήταν υπερβολή να τονίσουμε ότι τη δεκαετία 1833-43 οι νεήλυδες αυτοί κατέλαβαν τις σημαντικότερες συνήθως θέσεις της πολιτικής, διοικητικής και εκπαιδευτικής ιεραρχίας. Σε αυτό βέβαια δε συνέτειναν μόνο οι γνώσεις και η πείρα τους σε ζητήματα γραφειοκρατίας. Η πριμοδότηση των ετεροχθόνων συνδέεται άμεσα και με την πολιτική αποκλεισμού από θέσεις και αξιώματα που εφάρμοσε η αντιβασιλεία και ο Όθωνας ενάντια στις παραδοσιακές ηγετικές ομάδες των απελευθερωμένων περιοχών, με στόχο την πολιτική τους αποδυνάμωση. Οι ετερόχθονες από την άλλη, ως μη έχοντες τοπικά πολιτικοκοινωνικά στηρίγματα, για να παραμείνουν στις θέσεις τους, θα έπρεπε να επιβεβαιώνουν την εύνοια του παλατιού. Έτσι όμως διαμορφώθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες, ώστε η δυσαρέσκεια που εμφανίζεται στις παραδοσιακές πολιτικοκοινωνικές ελίτ και χαρακτηρίζει το αντιπολιτευτικό κλίμα αυτής της περιόδου να βρίσκει συχνά διέξοδο, στρεφόμενη εναντίον των ετεροχθόνων, τους οποίους μια ακραία αυτοχθονική λογική ταυτίζει με το ξενικόν καθεστώς, τη Βαυαροκρατία, την Καμαρίλα.