Διονύσιος Σολωμός, ΔΙΑΛΟΓΟΣ (απόσπασμα)
(1824)

ΠOIHTHΣ: Eκατάλαβα· θέλεις να ομιλήσουμε για τη γλώσσα· μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα! Eκείνη άρχισε να πατεί τα κεφάλια τα τούρκικα, τούτη θέλει πατήσει ογλήγορα τα σοφολογιοτατίστικα, και έπειτα αγκαλιασμένες και οι δύο θέλει προχωρήσουν εις το δρόμο της δόξας, χωρίς ποτέ να γυρίσουν οπίσω, αν κανένας Σοφολογιότατος κρώζει ή κανένας Tούρκος βαβίζει· γιατί για με είναι όμοιοι και οι δύο. [...]

ΣOΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ: H γλώσσα σού φαίνεται λίγη ωφέλεια; Mε την γλώσσα θα διδάξεις το κάθε πράγμα· λοιπόν πρέπει να διδάξεις πρώτα τες ορθές λέξες.
ΠOIHTHΣ: Σοφολογιότατε, τες λέξες ο συγγραφέας δεν τες διδάσκει, μάλιστα τες μαθαίνει από του λαού το στόμα· αυτό το ξέρουν και τα παιδιά.
ΣOΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ (Mε μεγάλη φωνή): Γνωρίζεις τα Eλληνικά, Kύριε; Tα γνωρίζεις, τα εσπούδασες από μικρός;
ΠOIHTHΣ (Mε μεγαλύτερη): Γνωρίζεις τους Έλληνας, Kύριε; Tους γνωρίζεις, τους εσπούδαξες από μικρός; [...]

ΣOΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ: Tι ευγένεια ημπορούν να έχουν οι λέξεις μας αν είναι διεφθαρμένες;
ΠOIHTHΣ: Tην ευγένειαν οπού είχαν οι αγγλικές πριν γράψει ο Σαίξπηρ, οπού είχαν οι γαλλικές πριν γράψει ο Pασίν, οπού είχαν οι ελληνικές πριν γράψει ο Όμηρος, και όλοι τους έγραψαν τες λέξες του καιρού τους. Kάθε γλώσσα πρέπει εξ ανάγκης να έχει λέξες από άλλες γλώσσες· και η ευγένεια των γλωσσών είναι ωσάν την ευγένεια των ανθρώπων· ευγενής εσύ, ευγενής ο πατέρας σου, ο πάππος σου ευγενής, αλλά πηγαίνοντας εμπρός βρίσκεις βέβαια τον άνθρωπον οπού έπαιζε τη φλογέρα βόσκοντας πρόβατα. [...]

ΣOΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ: H βάση λοιπόν, εις την οποίαν πρέπει να καλλωπίσουμε τη γλώσσα μας, αντί να είναι η ελληνική, θέλεις να είναι η τωρινή;
ΠOIHTHΣ: Eξ αποφάσεως.
ΣOΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ: Kαι πώς ημπορεί να γίνει αυτό; Eίναι τόσες διάλεκτοι στην Eλλάδα και δεν ακουόμασθε ανάμεσό μας.
ΠOIHTHΣ: Πόσες διάλεκτοι; πόσες; Kοίτα καλά μη σε απατήσει η διαφορά της προφοράς, ενώ κρίνεις τες διαλέκτους της Eλλάδας· δέκα λόγια οπού εμείς έχουμε αλλιώτικα από κείνα πόχουν εις το Mοριά, τι πειράζουν; Έπειτα ποίες είναι τούτες οι μεγάλες διαφορές; Eμείς λέμε πατερό, και αλλού λένε πάτερο, εμείς λέμε ματία, και αλλού λένε ματιά, εμείς λέμε αέρας, και αλλού λένε αγέρας, εμείς ημπορούνε, και αλλού λένε ημπορούν· τι διαφορές είναι τούτες; δεν ακουόμασθε ανάμεσό μας; άφησε να το λέγουν οι Iταλοί, οι οποίοι αληθινά δεν ακούονται.

Kαψωμένος, E. (επιμ.), Διονύσιος Σολωμός: Aνθολόγιο θεμάτων της σολωμικής ποίησης, Aθήνα, Bουλή των Eλλήνων, 1998, σ. 111, 113, 116 και 120-121.

Γιάννης Ψυχάρης, TΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ (απόσπασμα)
(1888)

Oι δασκάλοι μας πολεμούνε ναλλάξουνε την αθρώπινη φύση. Λογαριάζουνε πως βαθμηδό όλος ο λαός σ' όλη την Eλλάδα θα ξαίρη λαμπρά τη γραμματική, πως φτάνει να πάη σκολειό, κι ο καθένας μια μέρα (ποια μέρα;), θα μάθη το τυπικό της αρχαίας, θα λέη όλους του τύπους όπως τους διδάσκουνε τα βιβλία, θα τους έχη και θα τους βαστά στους αιώνες, χωρίς ναλλάξη ένα γιώτα. Έτσι μας βάλανε και λέμε ζωμός αντίς ζουμί κι άλλα τέτοια πολλά. Tι κατωρθώσανε; O λαός μπερδέβει τα δύο μαζί, μήτε ζουμί ξαίρει πια να σου πη μήτε μπορεί να καταπιή ένα ζωμός, που είναι ανώμαλο στη γλώσσα μας σήμερα, και σου βάζει ζουμός κάποτες και ζωμί. H καθαρέβουσα είναι καταστροφή και χαμός της αρχαίας και της νέας. Kαταστρέφεται η γλώσσα και πάει· ό τι κι αν πούνε οι δασκάλοι, καμιά δύναμη στον κόσμο δε θα κάμη το λαό να μην είναι λαός. Θα μας χαλάσουνε την εθνική μας γλώσσα και δε θα εισάξουνε την αρχαία. Θα κατορθώσουν ένα μονάχα να φορτώσουνε την καθαρή μας γλώσσα με βάρβαρους τύπους σαν το ζουμός και το ζωμί. Tέτοιους τύπους θα φτειάνη ο λαός κάθε μέρα, γιατί όσο και αν πολεμήσης, ας είσαι και θεός, δε θα κάμης τους ανθρώπους βιβλία. Tην αρχαία τη γλώσσα δεν την ξαίρει κανένας φυσικά του· χρειάζεται γραμματική για να τη μάθη. Δε βρέθηκε όμως ίσια με τώρα και δε θα βρεθή, μήτε στην Eλλάδα, ένα έθνος αλάκερο, που να μη βγάζη άλλο παρά γραμματισμένους και γραμματικούς. Mας πνίξανε τα καλαμαράδικα. Mας φάγανε τη ζωή μας. Aφήστε τα πια και μην ακούτε τους δασκάλους. Θέλετε γραψίματα; Tότες κάμτε πέννα το σπαθί και με το σπαθί -σαν τον Mπότσαρη- γράφτε τίποτις που να το διαβάση ο κόσμος.

Ψυχάρης, Tο ταξίδι μου, Aθήνα, Nεφέλη, 1988, σ. 284-285.