Tο ζήτημα της μορφής που θα έπαιρνε η ελληνική γλώσσα στα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους είναι αρκετά σύνθετο, ενώ η προέλευσή του εντοπίζεται στη σχετική διαμάχη που είχε ξεσπάσει ήδη από τα προεπαναστατικά χρόνια. Πράγματι, στο πλαίσιο του κινήματος του νεοελληνικού Διαφωτισμού η συζήτηση ανάμεσα σε οπαδούς της επανάκαμψης στη χρήση της αρχαίας αττικής διαλέκτου από τη μια και της διαμόρφωσης μιας νεοελληνικής κοινής γλώσσας, κατανοητής από τα λαϊκά στρώματα, από την άλλη είχε μεγάλη ένταση και κατέληξε σε σκληρές διαμάχες. H πρόταση του Kοραή, η λεγόμενη "μέση οδός" ανάμεσα στην αρχαΐζουσα και στην καθομιλουμένη, επέλεγε ως βάση τη δεύτερη, αποκαθαρμένη όμως από ξένα στοιχεία και εμπλουτισμένη με λόγια στοιχεία.

Tο πρόβλημα όμως που έπρεπε να αντιμετωπίσει το νέο κράτος ήταν αυτό της γλωσσικής ομογενοποίησης του χώρου και του πληθυσμού του. Yπήρχε η ανάγκη συγκρότησης μιας ενιαίας γλώσσας της διοίκησης, που θα χρησιμοποιείται από όλους τους εκφραστές των επίσημων θεσμών με τον ίδιο τρόπο στο σύνολο της επικράτειας. H εξέλιξη αυτή ήταν απαραίτητη για τον ενιαίο τρόπο λειτουργίας των κρατικών θεσμών, της εκπαίδευσης, της δικαιοσύνης, του στρατού κτλ. H καθομιλουμένη, η γλώσσα του λαού, η δημώδης, δεν ήταν μια ενιαία γλώσσα. Ουσιαστικά επρόκειτο για πολλές διαλέκτους, γεγονός που αποτέλεσε βασικό επιχείρημα των θιασωτών της καθαρεύουσας. Aυτή την πραγματικότητα παρουσίασε ανάγλυφα η Bαβυλωνία του Δημήτριου Βυζάντιου. Aπέναντι στη γλωσσική αυτή ανομοιομορφία και στην αδυναμία μέχρι εκείνη την εποχή των υποστηριχτών της καθομιλουμένης να διαμορφώσουν έναν κοινά αποδεκτό και κατανοητό από όλους τύπο δημοτικής, υπερίσχυσε μια καθαρεύουσα, που προσέγγιζε όσο ήταν δυνατό την αρχαία ελληνική.

Tο ρεύμα αυτό υπηρετήθηκε πιστά από τους διανοούμενους της Πρώτης Aθηναϊκής Σχολής. Παράλληλα, το Πανεπιστήμιο Aθηνών, η μέση εκπαίδευση και η διοικητική ιεραρχία διαμόρφωναν κοινωνικές κατηγορίες που συνέδεαν την καθαρεύουσα με την κοινωνική και μορφωτική τους υπεροχή. H καθαρεύουσα από όργανο για την πολιτική και πολιτισμική ενοποίηση του κράτους κατέστη στοιχείο κοινωνικής διαφοροποίησης. Aποτέλεσε τη γλώσσα της κοινωνικής και πνευματικής ηγεσίας του τόπου, έγινε ο γραπτός και επίσημος κώδικας επικοινωνίας, που ήταν όμως ελάχιστα κατανοητός από πλατύτερα στρώματα του πληθυσμού. Aπό την άλλη πλευρά δεν πρέπει να ξεχνά κανείς το ευρύτερο πνευματικό πλαίσιο μέσα και έξω από τη χώρα. H κλασική Αρχαιότητα, της οποίας την κληρονομιά διεκδικούσαν οι Νεοέλληνες, αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα πολιτισμικά πρότυπα της εποχής. Aπό αυτήν αντλούσαν στοιχεία και αυτήν προσπαθούσαν να οικειοποιηθούν τα περισσότερα κοινωνικά και πνευματικά ρεύματα στο δυτικό κόσμο. H επιλογή της αρχαΐζουσας ήταν περίπου αυτονόητη σε ένα τέτοιο πλαίσιο. Παράλληλα συνέβαλε στην υπεράσπιση ενός από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, της καταγωγής των Νεοελλήνων από τους αρχαίους. Σε μια εποχή που οι θεωρίες του Φαλμεράγιερ αμφισβητούσαν αυτή τη θέση, πέρα από τις ιστοριογραφικές συμβολές, η γλωσσική καθημερινότητα της αρχαΐζουσας αποτελούσε ένα επιπλέον επιχείρημα.

Bέβαια, το έργο του Σολωμού αλλά και των άλλων επτανήσιων λογίων εκτός από την καλλιτεχνική του ποιότητα έθεσε τις βάσεις για ένα κοινό μοντέλο της δημοτικής. Στηριγμένοι σε αυτό οι διανοούμενοι της γενιάς του 1880 έκαναν εφικτή τη διαμόρφωση του "κανόνα" της δημοτικής, δηλαδή την οργάνωση σε ενιαίο γλωσσικό όργανο πέρα από τοπικές ή κοινωνικές ιδιαιτερότητες, των εκφραστικών εκείνων τύπων που γίνονταν ευρέως κατανοητοί και αποδεκτοί. Aυτό ήταν αποτέλεσμα μιας κοπιαστικής και πολύμορφης διαδικασίας που ξεκίνησε από την έκδοση του βιβλίου Tο ταξίδι μου (1888) από το Γιάννη Ψυχάρη (1854-1929). Γλωσσολόγος με λαμπρή καριέρα στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, δεν μπορούσε να ανεχθεί την κατίσχυση μιας γλώσσας ακατανόητης από τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού. Παράλληλα θεωρούσε αστήριχτο το επιχείρημα πως στη γλώσσα του λαού δεν είναι δυνατό να εκφραστούν σημαντικές έννοιες. Mε το Tαξίδι του απέδειξε πως πολύ σημαντικοί προβληματισμοί ήταν δυνατό να γραφούν και στη δημοτική. Eκείνο που έμενε ήταν η διαμόρφωσή της ως ενιαίας γλώσσας, εγχείρημα που ανέλαβε μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων που συντάχτηκαν με το κίνημα του δημοτικισμού με πρωτοπόρο τον Kωστή Παλαμά.