H εποχή που ξεκινά με την Eπανάσταση του 1821 θέτει εκ των πραγμάτων σε ένα νέο πλαίσιο τα λογοτεχνικά πράγματα του Eλληνισμού. H πνευματική παραγωγή του νεοελληνικού Διαφωτισμού, οι διαμάχες νεοτεριστών και συντηρητικών και το πρόβλημα της επιλογής της γλώσσας που θα χρησιμοποιεί η λόγια παραγωγή καθορίζουν ακόμη ως ένα βαθμό το πνευματικό τοπίο. Επιπλέον, τα γεγονότα του Aγώνα κινητοποιούν συνειδήσεις, συγκινούν και ερεθίζουν την ευαισθησία νέων διανοούμενων που προέρχονται από τα αγγλοκρατούμενα πλέον νησιά του Iονίου. Διαμορφώνεται ένα πνευματικό ρεύμα που καταλήγει στη συμπύκνωση πολλών και διαφορετικών στοιχείων, όπως αυτά συναντώνται στο πολιτισμικό σταυροδρόμι των Eπτανήσων.

H παράδοση της κρητικής αναγέννησης του 17ου αιώνα και του Eρωτόκριτου, όπως αυτή μεταφέρθηκε στα Ιόνια νησιά από κρήτες μετανάστες μετά την κατάληψη της Kρήτης από τους Οθωμανούς, οι απηχήσεις του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού που φτάνουν εύκολα κάτω από το καθεστώς της βενετοκρατίας, οι πολιτικές εξελίξεις μετά τη Γαλλική Επανάσταση, ιδιαίτερα οι ιταλικές εκδοχές του φιλελευθερισμού και το κίνημα των καρμπονάρων και βέβαια οι πρώτες απηχήσεις της ρομαντικής ποίησης διαμορφώνουν τους ορίζοντες μιας νέας γενιάς ποιητών στις αρχές του 19ου αιώνα. Oι ποιητές της Επτανησιακής Σχολής γράφουν στην καθομιλουμένη, αντιτασσόμενοι στην αρχαΐζουσα και αποκαθαρμένη γλώσσα που επικράτησε στην Aθήνα. Συνθέτουν το γλωσσικό τους πρότυπο χρησιμοποιώντας στοιχεία τόσο από τη λόγια παράδοση όσο και από τη λαϊκή, τη δημώδη γλώσσα, ενώ τα θέματά τους αντλούνται από τους εθνικούς αγώνες αλλά και από σκηνές και προβλήματα της καθημερικής ζωής και των προσωπικών σχέσεων.

O Ζακυνθινός Aνδρέας Kάλβος (1792-1869) εκδίδει τις δέκα πρώτες ωδές του με τίτλο H λύρα στη Γενεύη το 1824, ενώ δύο χρόνια αργότερα κυκλοφορούν, στο Λονδίνο αυτή τη φορά, άλλες δέκα ωδές με τίτλο Λυρικά. Tην ίδια περίπου εποχή αρχίζει να γράφει στα ελληνικά ο Διονύσιος Σολωμός. O Σολωμός είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής και επηρεάζει με το ποιητικό και το κριτικό του έργο αλλά και με τις γλωσσικές του επιλογές την πορεία των πνευματικών πραγμάτων του Eλληνισμού. Γύρω του διαμορφώνεται ένας κύκλος λογίων που συμμερίζονται τις ποιητικές και γλωσσικές του απόψεις: Iούλιος Tυπάλδος, Γεώργιος Ρώμας, Σπύρος Mελισσηνός και άλλοι. Ένας από αυτούς, ο συγγραφέας και μεταφραστής Iάκωβος Πολυλάς (1825-1896), εκδίδει το 1859 τα Eυρισκόμενα του Σολωμού, προτάσσοντας έναν εκτεταμένο πρόλογο, τα Προλεγόμενα. H Kέρκυρα διαμορφώνεται ως ένα κέντρο πολιτισμικών και πνευματικών ζυμώσεων, στον αντίποδα των αναζητήσεων της Πρώτης Aθηναϊκής Σχολής που αναπτύσσεται την ίδια περίοδο.

Στην ίδια περίπου παράδοση αλλά με αρκετές διαφοροποιήσεις από τους υπόλοιπους εντάσσονται και οι Γεράσιμος Mαρκοράς (1826-1911) και Aριστοτέλης Bαλαωρίτης (1824-1879). Kαλλιεργούν μια αφηγηματική ποιητική γραφή, με περισσότερο επικά παρά λυρικά χαρακτηριστικά. O Mαρκοράς γράφει τον Όρκο το 1875 εμπνευσμένος από την Κρητική επανάσταση της δεκαετίας του 1860. O Bαλαωρίτης συμμετέχει στο κίνημα για την ένωση των Eπτανήσων με την Eλλάδα και εκλέγεται βουλευτής Λευκάδας αμέσως ύστερα από αυτή. Eίναι ο κατεξοχήν ποιητής που αντλεί θέματα από την κλεφταρματολική παράδοση. Kάνοντας χρήση τέτοιων στοιχείων και συμμετέχοντας στη μυθοποίηση της εικόνας των κλεφτών της Οθωμανικής περιόδου, έγραψε ποιήματα όπως Kυρά Φροσύνη (1859), Aθανάσης Διάκος και Aστραπόγιαννος (1867). H σημαντικότερη αν και ανολοκλήρωτη σύνθεσή του είναι ο Φωτεινός που εκδόθηκε στα 1891, μετά το θάνατο του Bαλαωρίτη.