Έκτακτοι φόροι


οθωμανική εξουσία κατέφευγε διαρκώς σε έκτακτη φορολόγηση των υπηκόων της, προκειμένου να καλύψει το υψηλό κόστος συντήρησης του διοικητικού και πολεμικού της μηχανισμού. Ως τις αρχές του 17ου αιώνα, οι τοπικοί καδήδες απαιτούσαν, κάθε 3 έως 5 χρόνια, φόρους για το πέρασμα από τα ορεινά στενά και τις γέφυρες, για την πώληση εμπορευμάτων στις αγορές και τα πανηγύρια, για την ενίσχυση και την τροφοδοσία του στρατεύματος, για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες και για πολλές άλλες δημόσιες υπηρεσίες, κρατικές ανάγκες ή οικονομικές λειτουργίες.
Οι εισφορές αυτές απαιτούνταν από όλους τους κατοίκους των ελληνικών περιοχών, μουσουλμάνους και μη, σε είδος, σε χρήμα, κάποτε δε και σε εργασία. Eξαιρέσεις γίνονταν μόνο για συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού, οι οποίες παρείχαν, σε πάγια βάση, ειδικές υπηρεσίες στην Πύλη, όπως για παράδειγμα οι φύλακες των στενών ή οι εκπαιδευτές και προμηθευτές γερακιών. H κατανομή του avariz -όπως ήταν γνωστή αυτή η φορολογική κατηγορία- ποίκιλλε ανάλογα με την περιοχή και τις ανάγκες του κράτους στη χρονική στιγμή της επιβολής του. Aπό το 17ο αιώνα όμως και μετά, ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού, επιβαρυνόταν, όλο και πιο συχνά, με έκτακτους φόρους, ενώ τη διαδικασία είσπραξης και καταγραφής του avariz φαίνεται ότι κατεύθυναν πλέον απευθείας οι γραφείς του αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου, καθώς και ανώτερα στελέχη της στρατιωτικής ιεραρχίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εξελιχθεί σταδιακά αυτό το είδος της φορολογικής επιβάρυνσης σε σταθερή και σημαντική σε όγκο εκροή πόρων από τις ελληνικές περιφέρειες προς το κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.