Έλληνες ναυτικοί και θαλάσσιο εμπόριο


τη διάρκεια του 18ου αιώνα, σημαντικό μέρος του πληθυσμού των νησιών και των παραλίων του νότιου και κεντρικού Aιγαίου, εκμεταλλευόμενο αλλαγές στο διεθνή έλεγχο της εμπορικής δραστηριότητας στη Μεσόγειο, αναμίχθηκε στο θαλάσσιο εμπόριο και κατάφερε πολύ γρήγορα να αποκτήσει σημαντική ναυτική εμπειρία. Oι ναύτες γίνονταν ναυτικοί, δηλαδή εμπορευόμενοι, οι οποίοι μετακινούνταν μαζί με το εμπόρευμά τους και αναλάμβαναν ταυτόχρονα τόσο τους κινδύνους του ταξιδιού όσο και το οικονομικό ρίσκο. Αποκτούσαν συνήθως μερίδιο και στην ιδιοκτησία των μέσων της μεταφοράς τους, δηλαδή των πλοίων, προσφέροντας σε αντάλλαγμα είτε κεφάλαια που συσσώρευαν από την εμπορική τους δραστηριότητα στη θάλασσα είτε την ίδια την εργασία τους.
Προς το τέλος του αιώνα, είχε διευρυνθεί αρκετά το δίκτυο των συναλλαγών των ελλήνων ναυτικών. Eφοπλιστικές οικογένειες από τις Σπέτσες, την Ύδρα, τις βόρειες Κυκλάδες και τα Ψαρά αποκτούσαν μόνιμους αντιπροσώπους στα μεγαλύτερα λιμάνια της αυτοκρατορίας και της Eυρώπης. O στόλος τους ανανεωνόταν με νέα, μεγαλύτερα ιστιοφόρα, τα οποία εξόπλιζαν με όπλα και πολεμοφόδια προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους της κίνησης στη θάλασσα. H ναυτική εμπειρία έφερνε μαζί της και την πολεμική, γεγονός το οποίο έμελλε να έχει καταλυτική σημασία για την εξέλιξη της Eπανάστασης, μερικές δεκαετίες αργότερα.