Kατά τον 7ο αιώνα, η χειροτέρευση των δρόμων και η ανασφάλεια που χαρακτήριζε τις θάλασσες αποθάρρυνε τους εμπόρους και τους πλοιοκτήτες από το να αναλαμβάνουν εμπορικές αποστολές. Ωστόσο, κάποια από τα εμπορεία της προηγούμενης περιόδου διατηρήθηκαν, προφανώς διεξάγοντας μια υποτυπώδη δραστηριότητα μέχρι που γνώρισαν, από τα τέλη του 8ου αιώνα και κατά τη διάρκεια του 9ου, μια νέα περίοδο ανάπτυξης και ακμής. Τέτοια εμπορεία, εκτός από την Κωνσταντινούπολη, ήταν και η Θεσσαλονίκη, η Έφεσος, η Σμύρνη, η Αττάλεια και η Τραπεζούντα. Η αύξηση, σε σχέση με πριν, της βιοτεχνικής δραστηριότητας ενθάρρυνε τους πλοιοκτήτες και προμηθεύοντάς τους με προϊόντα προς πώληση, έδωσε σταθερότητα στη δουλειά τους. Εξάλλου, αξιοποιήθηκε το οδικό δίκτυο, που είχε επισκευαστεί για στρατιωτικούς και ταχυδρομικούς λόγους, και το οποίο συνέδεε την Κωνσταντινούπολη με την Ανατολία (τη Νίκαια, το Αμόριο, την 'Aγκυρα, την Αττάλεια, την Τραπεζούντα) και το αραβικό χαλιφάτο. Έτσι, τα προϊόντα των συντεχνιών άρχισαν να κυκλοφορούν, βρίσκοντας και νέες αγορές στο Βορρά (στους Χαζάρους, στους Ρως και στους Βουλγάρους), και το βυζαντινό εμπόριο να εξαπλώνεται. Το γεγονός ότι ο θαλάσσιος κίνδυνος των αράβων πειρατών δεν εμπόδισε τους βυζαντινούς να ρισκάρουν τη διεξαγωγή εμπορίου, δείχνει ότι το εμπόριο είχε αρχίσει να γίνεται πολύ προσοδοφόρα οικονομική δραστηριότητα.