Από τις λίγες γραπτές πηγές που διαθέτουμε, αντιλαμβανόμαστε ότι κατά τον 7ο και 8ο αιώνα το εσωτερικό βυζαντινό εμπόριο ήταν περιορισμένο σε σχέση με αυτό της προηγούμενης περιόδου, εξαιτίας των συνθηκών που επικρατούσαν. Τα αρχαιολογικά δεδομένα επιβεβαιώνουν αυτή την εικόνα: η εύρεση ελάχιστων βυζαντινών χάλκινων νομισμάτων, που χρονολογούνται μεταξύ του 640 και του τέλους του 7ου αιώνα, υποδηλώνει ότι η κοπή και κυκλοφορία τους αυτή την εποχή ήταν μειωμένη. Δεδομένου, λοιπόν, ότι τα νομίσματα αυτά χρησίμευαν περισσότερο για καθημερινές, μικρές εμπορικές συναλλαγές, η έλλειψή τους υποδεικνύει ότι το εσωτερικό εμπόριο είτε είχε σταματήσει είτε γινόταν σε μικρότερη κλίμακα και όχι με χρήματα. Η πρώτη εκδοχή δεν είναι ρεαλιστική, εφόσον δεν ήταν όλες οι περιοχές και όλοι οι κάτοικοι του κράτους απόλυτα αυτάρκεις και κάποια μορφή ανταλλαγής προϊόντων θα έπρεπε να υπάρχει. Η ύπαρξη μαγαζιών και αγορών, τόσο στις συρρικνωμένες πόλεις αυτής της εποχής όσο και στην Κωνσταντινούπολη, και η διατήρηση κάποιων εμπορείων της προηγούμενης περιόδου αποδεικνύουν ότι η δεύτερη εκδοχή είναι η πιθανότερη.

Από την εποχή του αυτοκράτορα Θεόφιλου, τον 9ο αιώνα, η εικόνα άλλαξε: χρυσά και χάλκινα νομίσματα βρίσκονται σε αφθονία και σε όλες τις περιοχές, και είναι εμφανές ότι το εσωτερικό εμπόριο, η μεταφορά δηλαδή φθηνών προϊόντων σε μικρές αποστάσεις και μέσα στα γεωγραφικά όρια της αυτοκρατορίας, άνθησε. H επαρχία προμήθευε τις πόλεις (κυρίως την πρωτεύουσα) με είδη διατροφής, και οι επαρχιώτες που γίνονταν πιο ευκατάστατοι από πριν μπορούσαν να προμηθευτούν καλύτερα ρούχα ή άλλα απαραίτητα είδη. 'Aρχισε σιγά σιγά και η εμπορική κυκλοφορία πολυτελών ειδών βιοτεχνίας, που κυριάρχησε την επόμενη περίοδο.