μάγιστρος: ανώτερο αξίωμα που τοποθετείται στο "Κλητορολόγιο" του Φιλόθεου πάνω από τον ανθύπατο. Από το 10ο αιώνα χάνει τη σπουδαιότητά του, ενώ εξαφανίζεται πιθανότατα στα μέσα του 12ου αιώνα.

μάγιστρος των θείων οφφικίων: επικεφαλής ομάδας υπηρεσιών της κεντρικής διοίκησης της αυτοκρατορίας κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο (324-610).

Μαγναύρα: (από το λατινικό magna aula) αίθουσα τελετών που βρισκόταν στην περιφέρεια του Μεγάλου Παλατίου της Κωνσταντινούπολης, ανατολικά του Αυγουσταίου. Εδώ γίνονταν οι υποδοχές ξένων πρεσβευτών, οι οποίοι εντυπωσιάζονταν από τα αυτόματα που εκτίθεντο στην αίθουσα. Kατά τη βασιλεία του Μιχαήλ Γ' ήταν έδρα ανώτατης σχολής.

μαίανδρος: γεωμετρικό κόσμημα που αποτελείται από επαναλαμβανόμενες ορθές γωνίες.

Μακεδονική δυναστεία: μια από τις μακρότερες και λαμπρότερες δυναστείες του Βυζαντίου. Ιδρυτής της ο Βασίλειος Α' (867-886) που καταγόταν από το θέμα της Μακεδονίας. Στα χρόνια της βασιλείας τους (867-1056) το κράτος αναπτύχθηκε σε όλους τους τομείς, ενώ η προστασία των επιστημών, των γραμμάτων και των τεχνών μάς κάνει να μιλάμε για "μακεδονική αναγέννηση".

Μανιάκης Γεώργιος: στρατηγός του 11ου αιώνα με εξαιρετικές ικανότητες. Πέθανε το 1043. O ρόλος του στην προάσπιση των συνόρων στη Mικρά Aσία αρχικά αλλά και στη Σικελία αργότερα ήταν καίριος.

Μανιχαϊσμός: χριστιανική αίρεση της οποίας αρχηγός ήταν ο πέρσης Μάνις. Ξεκίνησε στην Περσία στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. και διαδόθηκε σε όλη την Ασία, Ευρώπη και Αφρική. Διατηρήθηκε μέχρι το Μεσαίωνα οπότε και τροφοδότησε με τις απόψεις που απάρτιζαν τη διδασκαλία της το περιεχόμενο νέων αιρέσεων όπως ο Παυλικιανισμός και ο Βογομιλισμός.

Μασαλμάς: άραβας στρατηγός, γνωστός για τις επιθέσεις του κατά του Βυζαντίου επί Λέοντα Γ'.

Μεγάλο Σέκρετο: ο όρος δήλωνε από τον 7ο αιώνα και μετά τόσο την πατριαρχική αυλή όσο και την αίθουσα συνεδριάσεων του Πατριάρχη.

μεγάλος εταιρειάρχης: αρχηγός της Εταιρείας, στρατιωτικός αξιωματούχος, υπεύθυνος για την ασφάλεια του αυτοκρατορικού παλατιού.

Μελέτιος Μοναχός: μοναχός στην Τιβεριούπολη, γιατρός και ιατρικός συγγραφέας. Η ζωή και το έργο του συνήθως χρονολογούνται μέσα στον 9ο αιώνα, ίσως όμως και ν' ανήκουν σε κάποια άλλη χρονική περίοδο, μεταξύ 7ου και 13ου αιώνα. Οι πραγματείες του, που διασώζουν αποσπάσματα από πολλά χαμένα έργα αρχαίων ιατρικών συγγραφέων, εκτιμώνταν ιδιαίτερα στη βυζαντινή εποχή.

μητάτον: αγρόκτημα επιβλεπόμενο από το κράτος που βρισκόταν στην Ασία και τη Φρυγία και προμήθευε τον αυτοκρατορικό στρατό με μουλάρια και άλογα.

Μιχαήλ Α' Ραγκαβές: (;- μετά το 813). Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (811-813). Ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο μετά το πραξικόπημα του 811 που ανάγκασε τον πεθερό του Σταυράκιο να παραιτηθεί. Γνωστός για τους διωγμούς του κατά των Παυλικιανών. Με τη συνθήκη του Ακυίσγρανου (812) αναγνώρισε τον Καρλομάγνο ως βασιλέα με αντάλλαγμα τη Βενετία και την αναγνώριση της βυζαντινής κυριαρχίας στις δαλματικές ακτές, εξομαλύνοντας έτσι τις σχέσεις του Βυζαντίου με τη Δύση. Μετά την ήττα του από τους Βουλγάρους το 813 αναγκάστηκε να παραιτηθεί, ενώ στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο Λέων Ε' Αρμένιος.

Μιχαήλ Ατταλειάτης: βυζαντινός ιστορικός (περίπου 1020-μετά το 1085). Υπηρέτησε σε ανώτερα κρατικά αξιώματα. Η "Ιστορία" του περιγράφει τα γεγονότα των ετών 1034-1079, ενώ το ύφος του τον κατατάσσει στους προδρόμους του κλασικισμού της εποχής των Κομνηνών.

Μιχαήλ Β' Τραυλός: (; - 829). Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (820-829), ιδρυτής της εξ Αμορίου ή Φρυγικής δυναστείας. Τη βασιλεία του τάραξε η επανάσταση του Θωμά του Σλάβου, που κράτησε τρία χρόνια (820-823) και πήρε μεγάλες διαστάσεις, ενώ η κατάληψη της Κρήτης από τους 'Aραβες της Αιγύπτου (μεταξύ 824 και 827) στέρησε το κράτος από ένα πολύ σημαντικό στρατιωτικό έρεισμα.

Μιχαήλ Γ': (840-867). Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (842-867). Γιος του αυτοκράτορα Θεόφιλου και της Θεοδώρας, ανέβηκε στο βυζαντινό θρόνο σε ηλικία δύο ετών με συμβασιλέα τη μητέρα του. Με πρωτοβουλία της τελευταίας έληξε το 843 η Εικονομαχία με την επίσημη αναστήλωση των εικόνων. Στα χρόνια του σημειώθηκε και η πρώτη επίθεση των Ρως στο Βυζάντιο (860).

Μιχαήλ Γλυκάς: βυζαντινός συγγραφέας του 12ου αιώνα. Εκτός από τη χρονογραφία με τίτλο "Βίβλος Χρονική" που φτάνει μέχρι το 1118, έγραψε επίσης θεολογικά συγγράμματα και ποιήματα σε δημώδη γλώσσα.

Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος: (1259-82). Βυζαντινός αυτοκράτορας, γιος του μεγάλου δομέστικου Ανδρόνικου Παλαιολόγου, ιδρυτής της τελευταίας δυναστείας του Βυζαντίου, των Παλαιολόγων. Αρχικά αυτοκράτορας του κράτους της Νικαίας συνέδεσε το όνομά του με την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1261.

Μιχαήλ Κηρουλάριος: πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης από το 1043-1058. Έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στις συζητήσεις για την Ένωση των Eκκλησιών και στα γεγονότα που οδήγησαν στο Σχίσμα το 1054.

Mιχαήλ Σύγκελλος ο Ιεροσολυμίτης: (761-846). Συγγραφέας θεολογικών και φιλολογικών έργων.

Μιχαήλ Ψελλός: από τις σημαντικότερες μορφές του 11ου αιώνα με ηγετικό ρόλο στην πνευματική αλλά και πολιτική ζωή του Bυζαντίου. Έζησε από το 1018-1081 περίπου. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει πολλά ιστορικά, φιλοσοφικά,ρητορικά και νομικά κείμενα.

μόδιος: μονάδα μέτρησης χωρητικότητας και επιφάνειας. Μετρούσαν για παράδειγμα τόσο το σιτάρι όσο και τη γη.

μοναστικό τυπικό: σύνολο κανονισμών που αφορούσαν στη διοικητική οργάνωση, το λειτουργικό τυπικό, όπως και τη συμπεριφορά σε ένα κοινοβιακό μοναστήρι. Τα μοναστικά τυπικά μπορούσαν ακόμη να περιλαμβάνουν τη βιογραφία του ιδρυτή και έναν κατάλογο της κινητής ή ακίνητης περιουσίας της μονής. Αποτελούν σημαντική πηγή για τη μελέτη της μοναστικής ζωής, ενώ φωτίζουν πολλές πτυχές της βυζαντινής κοινωνίας.

Μονή Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων: μοναστήρι που έκτισε ο Kωνσταντίνος Θ' Mονομάχος (1042-1055) στην περιοχή των Mαγγάνων της Kωνσταντινούπολης. Eκεί τάφηκε και ο αυτοκράτορας το 1055. Tο μοναστήρι καταστράφηκε μετά το 1453 όταν πέρασε στα χέρια των Τούρκων.

Μονή Ιβήρων: ιβηρικό (γεωργιανό) μοναστικό ίδρυμα στη βορειοανατολική ακτή της χερσονήσου του 'Aθω, 4 περίπου χιλιόμετρα από τις Καρυές. Η ύπαρξή του μαρτυρείται από το 10ο αιώνα και μετά.

Μονή Ξυλουργού: μοναστήρι της χερσονήσου του 'Aθω.

Μονή Στουδίου: μοναστήρι στην περιοχή της Ψαμαθίας στην Κωνσταντινούπολη (το σημερινό Imrahor Camii). Ιδρύθηκε από κάποιον Στούδιο γύρω στο 450. Ιδιαίτερη σημασία απέκτησε κατά τον 8ο αιώνα, όταν έγινε κέντρο υποστήριξης της Εικονολατρείας με πρωτοστάτορα τον ηγούμενο Θεόδωρο Στουδίτη.

Mονοθελητισμός: θρησκευτικό κίνημα του 7ου κυρίως αιώνα που καταδικάστηκε από την Στ' Σύνοδο το 680/81. Δεχόταν ότι στις δύο φύσεις του Χριστού αντιστοιχούσε μία θέληση.

μονόχωρος ναός: ναός ο οποίος αποτελείται από μία κύρια αίθουσα, η οποία στεγάζεται είτε με μία ξύλινη δίριχτη στέγη είτε με καμάρα (μονόχωρος καμαροσκέπαστος).

Mυρελαίου μονή και νοσοκομείο: μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης, δυτικά του Forum Tauri, που σήμερα ονομάζεται Bodrum Camii. Πριν το 920 το απέκτησε ο αυτοκράτορας Ρωμανός Α' Λεκαπηνός, ο οποίος έκτισε εκεί εκκλησία και νοσοκομείο. Ο ίδιος και άλλα μέλη της οικογένειάς του θάφτηκαν εκεί, σε αντίθεση με τους προηγούμενους αυτοκράτορες που θάβονταν πάντα στο ναό των Αγίων Αποστόλων.

Μυστικός Νικόλαος: (901-907, 912-925). Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης. Εκκλησιαστικός συγγραφέας και φίλος του πατριάρχη Φωτίου, μετά την καθαίρεσή του από το Λέοντα Στ' παρέμεινε για ένα διάστημα εξόριστος και επανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο στα 912. Οι επιστολές του αποτελούν σημαντική πηγή για θέματα της Εκκλησίας και της εξωτερικής πολιτικής της περιόδου.

Μωάμεθ: (570-632). Θρησκευτικός ηγέτης των Αράβων, θεμελιωτής του Ισλαμισμού και ιδρυτής ενός κράτους που λόγω του θρησκευτικού φανατισμού επεκτάθηκε με εκπληκτική ταχύτητα και επηρέασε την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας.