Νομομαθής και ανώτατος αξιωματούχος της βυζαντινής αυλής, ο Τριβωνιανός αποτέλεσε την ψυχή της νομοθετικής προσπάθειας του Ιουστινιανού Α' (527-565). Γεννήθηκε πιθανόν στη Σίδη της Παμφυλίας πριν το 500. Αρχικά άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου, σιγά σιγά όμως διείσδυσε στο περιβάλλον του αυτοκράτορα Iουστινιανού Α' και έλαβε τα αξιώματα του magister officiorum, του υπάτου και του quaestor sacri palatii. Πήρε μέρος σε όλα τα κωδικοποιητικά εγχειρήματα της εποχής ("Ιουστινιάνειο Κώδικα", "Πανδέκτη", "Εισηγήσεις"), η οργάνωση και σύνταξη των οποίων πραγματοποιήθηκαν χάρις στην εργατικότητα και μεθοδικότητα που τον χαρακτήριζαν.

Παρά την πλούσια νομοθετική δραστηριότητα του Τριβωνιανού, το όνομά του συνδέθηκε με υποθέσεις δωροδοκίας και το 532, μετά τη Στάση του Νίκα, απομακρύνθηκε προσωρινά από τα αξιώματά του. Το 534 επέστρεψε στα νομοθετικά του έργα, αλλά ποτέ δεν ξανακέρδισε τις προηγούμενες εξουσίες του. Εκτός από τη συνεισφορά του στην κωδικοποίηση του δικαίου ενδιαφέρθηκε για την εφαρμογή και διδασκαλία της ιουστινιάνειας νομοθεσίας. Για την επιστημονική του προσφορά δίκαια θεωρήθηκε ως ο "ιθύνων νους" των νομικών εργασιών επί Ιουστινιανού Α' και μια από τις λαμπρότερες προσωπικότητες της εποχής του. Μετά το θάνατό του, γύρω στα 542, η αυτοκρατορική νομοθεσία άρχισε να παρουσιάζει συμπτώματα παρακμής.