Με το διάταγμα που έθεσε σε ισχύ τη βελτιωμένη έκδοση του "Ιουστινιάνειου Κώδικα (Codex Iustinianus)" (534) ο Ιουστινιανός Α' (527-565) όρισε ότι ο "Κώδικας" αυτός θα αποτελούσε την μοναδική πηγή δικαίου της αυτοκρατορίας. Δήλωσε επιπλέον ότι στο εξής οι νομοθετικές διατάξεις θα εκδίδονταν υπό τη μορφή αυτοκρατορικών εδίκτων, που ονομάζονταν "Νεαρές" (Novellae) και θα ενσωματώνονταν σε μια συλλογή.

Ο Ιουστινιανός εξέδωσε πολλές "Νεαρές" που απευθύνονταν σε ανώτατους πολιτικούς ή εκκλησιαστικούς αξιωματούχους. Με αυτές εισήγαγε νεοτερισμούς σε θέματα κληρονομικού, οικογενειακού και εκκλησιαστικού δικαίου, ενώ μέσα από τα κείμενά τους εκδηλώθηκε η επιθυμία του αυτοκράτορα να δώσει χριστιανική πνοή στο δίκαιο. Oι "Νεαρές" στην πλειονότητά τους δημοσιεύτηκαν στην ελληνική γλώσσα, που όπως φαίνεται είχε αρχίσει να κυριαρχεί στη δημόσια ζωή.

Ωστόσο, παρά την πρόθεσή του, ο Ιουστινιανός δε συγκρότησε επίσημη συλλογή των "Νεαρών", που διασώθηκαν για το λόγο αυτό μέσω ιδιωτικών συλλογών. Η πιο εκτενής συλλογή περιέχει συνολικά 168 "Νεαρές" και 13 ακόμη "έδικτα", όπως αναφέρονται, του Ιουστινιανού και αποτελεί τη βάση των σύγχρονων εκδόσεων.

Ο "Κώδικας", ο "Πανδέκτης (Digesta)", οι "Εισηγήσεις (Institutiones)" και οι "Νεαρές" αποτέλεσαν το σύνολο του νομοθετικού έργου του Ιουστινιανού που ονομάστηκε Corpus Juris Civilis. Η αναθεώρηση και κωδικοποίηση του δικαίου από τον Ιουστινιανό υπήρξε έργο μεγάλης σπουδαιότητας και τo Corpus του αποτέλεσε για αιώνες τη βάση του νομικού συστήματος πολλών ευρωπαϊκών χωρών. Στα χρόνια των διαδόχων του τα νομοθετήματα εκδίδονταν ως "Νεαρές", μέχρι την επόμενη κωδικοποίηση την εποχή των Ισαύρων αυτοκρατόρων.