Το μεγαλεπήβολο σχέδιο της ανασύστασης της αυτοκρατορίας, η περίφημη reconquista του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α' (527-565) δεν αφορούσε μόνο την εδαφική επέκταση του Βυζαντίου, αλλά και την εσωτερική του αναδιάρθρωση. Από την αρχή λοιπόν της βασιλείας του, ο Ιουστινιανός Α' προώθησε την ιδέα της απαραίτητης για τη σωστή απονομή της δικαιοσύνης κωδικοποίησης του δικαίου, καθώς ο "Θεοδοσιανός Κώδικας" θεωρούνταν ήδη ξεπερασμένος, και την υλοποίησή της από ικανούς νομομαθείς. Στις 13 Φεβρουαρίου 528 συγκρότησε δεκαμελή επιτροπή νομομαθών με σκοπό τη σύνταξη νέας νομοθετικής συλλογής που θα παρέλειπε απαρχαιωμένες διατάξεις, θα συγχώνευε παρόμοιους νόμους και θα προσάρμοζε το δίκαιο στις ανάγκες της εποχής. Η επιτροπή εργάστηκε με ιδιαίτερο ζήλο και στις 7 Απριλίου 529 δημοσιεύτηκε ο λεγόμενος "Ιουστινιάνειος Κώδικας", που σήμερα σώζεται στην αναθεωρημένη του έκδοση, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 16 Νοεμβρίου 534.

Ο "Ιουστινιάνειος Κώδικας" διαιρείται σε δώδεκα βιβλία και περιέχει διατάξεις από την εποχή του αυτοκράτορα Αδριανού (117-138) μέχρι τη χρονιά έκδοσής του. Οι παλιότερες διατάξεις υπέστησαν τροποποιήσεις και συντμήσεις, εκείνες όμως του ίδιου του Ιουστινιανού καταχωρήθηκαν σε γενικές γραμμές ολόκληρες. Η έκδοση του "Κώδικα" έγινε στα λατινικά, αν και περιέλαβε κάποιες διατάξεις στα ελληνικά. Ο "Ιουστινιάνειος Κώδικας" κατάφερε να εξαλείψει την ασάφεια που επικρατούσε στον χώρο της απονομής δικαιοσύνης, ενώ οι διοικητικές, ποινικές, πολιτικές και εκκλησιαστικές του διατάξεις αποτελούν πολύτιμη πηγή για τα κοινωνικοοικονομικά και εκκλησιαστικά προβλήματα της εποχής.