Οι Ρωμαίοι που είχαν εγκατασταθεί στις ελληνικές πόλεις μπορούσαν να είναι κάτοχοι γης -οι ονομαζόμενοι εγκεκτημένοι- ή ως συμπραγματευόμενοι (negotiatores) να διαμένουν σε αυτές εξαιτίας των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων. Χαρακτηριστικά αναφέρονται οι Ρωμαίοι που κατοικούσαν στη Βέροια, στην Αμφίπολη, στην Άκανθο, στην Έδεσσα. Μολονότι δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα στις ελληνικές πόλεις, αποκτούσαν πολλά προνόμια, τα οποία εξασφάλιζε η κυριαρχία τους. Πιο συγκεκριμένα, στις πόλεις της Μακεδονίας απέκτησαν το δικαίωμα της γαιοκτησίας, αναλάμβαναν τιμητικά αξιώματα και είχαν -όχι ατομικά αλλά ως ενιαίο σώμα- το δικαίωμα να συμμετάσχουν στις εργασίες της Εκκλησίας του δήμου και στη Βουλή.

Πλήρη πολιτικά δικαιώματα είχαν οι Ρωμαίοι στις αποικίες τους στην Ελλάδα, όπως στην Κόρινθο, στη Νικόπολη, στην Πέλλα, στο Δίον, στην Κασσάνδρεια και στους Φιλίππους. Επίσης, πολλοί απέκτησαν πολιτικά δικαιώματα και τη δυνατότητα συμμετοχής στα δημόσια αξιώματα στην Αθήνα ως δικαστές ή μέλη του Αρείου Πάγου. Τα προνόμια αυτά αποτελούσαν για τους ίδιους τίτλους τιμής, καθώς η Αθήνα είχε μεγάλη πολιτιστική παράδοση.

Μετά τον Τιβέριο η ρωμαϊκή πολιτεία -το δικαίωμα του ρωμαίου πολίτη- απονεμόταν συχνά και σε μέλη της ελληνικής αριστοκρατίας. Η ανάγκη ενίσχυσης του ρωμαϊκού στρατού με έμψυχο δυναμικό από τις επαρχίες οδήγησε στην ευκολότερη ακόμη παροχή του παραπάνω αξιώματος σε συγγενείς απομάχων καθώς και σε πόλεις ολόκληρες. Μάλιστα το 55 μ.Χ. τα μισά μέλη του σωματείου των αλιέων και των ιχθυοπωλών στην Έφεσο ήταν ρωμαίοι πολίτες. Στην Αθήνα, οι αριστοκρατικές οικογένειες μοιράζονταν τα ανώτερα αξιώματα και τα μέλη τους αναδεικνύονταν πολύ νωρίς σε αυτά, όπως ο Ηρώδης Αττικός που εκλέχθηκε επώνυμος άρχων σε ηλικία 25 ετών (126 μ.Χ.) και ύπατος το 143 μ.Χ. Ο Αττικός και ο γιος του Ηρώδης είχαν λάβει τη ρωμαϊκή πολιτεία ήδη από τη δυναστεία των Ιουλίων και των Κλαυδίων.

Από την εποχή του Αυγούστου, η συμβίωση Ελλήνων και Ρωμαίων είχε εξομαλυνθεί και ήταν πιο ειρηνική σε σύγκριση με την περίοδο της Δημοκρατίας. Με την πάροδο του χρόνου οι σχέσεις του ελληνικού και του ρωμαϊκού στοιχείου τόσο στις πόλεις της κυρίως Ελλάδας όσο και σε αυτές της Μικράς Ασίας ενισχύθηκαν, ενώ σταδιακά επήλθε και η φυλετική επιμειξία. Το φαινόμενο της επιμειξίας δεν μπορεί να παρακολουθηθεί στην εξέλιξή του λόγω της ανεπάρκειας του επιγραφικού υλικού ή της ελλιπούς μελέτης του. Υπάρχουν όμως παραδείγματα μεικτών γάμων σε ρωμαϊκές οικογένειες, όπως σε εκείνη των Βηδίων (ή Ουιδίων) στην Έφεσο, η εγκατάσταση της οποίας εκεί μαρτυρείται παλαιότερα από την Αυτοκρατορική εποχή. Το 2ο αιώνα μ.Χ. η συγκεκριμένη οικογένεια δεν ήταν μόνο οικονομικά εύπορη, αλλά και μία από τις επιφανέστερες της Μικράς Ασίας και τα μέλη της κατείχαν πολλά αξιώματα στο Κοινό της Ασίας. Ένα μέλος της, η Βηδία Φαιδρίνα, παντρεύτηκε το Φλάβιο Δαμιανό -μαθητή του Αίλιου Αριστείδη- έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της πνευματικής ζωής των Ελλήνων το 2ο αιώνα μ.Χ.

Οι ρωμαίοι άποικοι γνώριζαν ελληνικά, όπως προκύπτει από τις αναθηματικές επιγραφές. Ωστόσο, η σημαντική αριθμητική παρουσία τους σε κάποιες πόλεις -όπως στους Φιλίππους- καθώς και οι στενές επαφές τους με την Ιταλία οδήγησαν στη διατήρηση της λατινικής γλώσσας. Αντίθετα, στην Κόρινθο οι Ρωμαίοι "εξελληνίσθηκαν" τον 1ο αιώνα μ.Χ.


| ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΘΕΣΗ | ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ | ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΑΤΡΩΝΕΙΑΣ |

Πατώντας τη μικρή φωτογραφία εμφανίζεται αριστερά η μεγέθυνσή της.