Ο μετασχηματισμός των μεγάλων ελληνικών κοινοτήτων από τη χαλαρή δομή του έθνους στην πιο συγκροτημένη μορφή της πόλεως συνέβη, πριν από το 700 π.Χ. Η πόλις όμως του 8ου αιώνα π.Χ. δεν ήταν ακόμη η πόλη με τη γνωστή έννοια, με την οποία γινόταν αυτή αντιληπτή και κατανοητή την κλασική περίοδο. Θα ακολουθούσαν όπως ήταν επόμενο αρκετές διαδικασίες μέχρι να φτάσουμε σ' αυτό το σημείο. Επιπλέον, η έννοια του να είναι κάποιος πολίτης μίας πόλης απέκτησε πολιτική ή και οικονομική σημασία, μετά το τέλος του 7ου αιώνα π.Χ.

Θα πρέπει να τονιστεί ότι το έθνος την εποχή αυτή συνυπάρχει ως πολιτικό σύστημα με την πόλη και είναι δυνατόν να οριστεί ευκολότερα μέσα από μία σύγκρισή του με αυτήν. Ενώ λοιπόν οι πόλεις συγκροτούνταν γύρω από ένα αστικό κέντρο, δε συνέβαινε το ίδιο και στην περίπτωση των εθνών. Σε ένα έθνος ο πληθυσμός ζούσε σκορπισμένος σε χωριά καλύπτοντας λίγο-πολύ μία ευρεία περιοχή. Η γεωγραφική αυτή επέκταση, μερικές φορές λειτουργούσε ως καθοριστικός παράγοντας για την ανυπαρξία συγκεντρωτισμού στα έθνη. Eπίσης, με μόνη εξαίρεση τους Λοκρούς και τους Αχαιούς, τα έθνη δε συμμετείχαν στον αποικισμό της Αρχαϊκής περιόδου. Ήταν όμως σε θέση να συγκεντρώσουν στρατό, να κηρύξουν τον πόλεμο, να επιβάλουν φόρους, να κόψουν νομίσματα και να νομοθετήσουν, λειτουργώντας έτσι όπως οι πόλεις. Η βασική διαφορά τους ήταν ότι το έθνος δε στηριζόταν στο σώμα των πολιτών.
Ο θεσμός της δουλείας των ίδιων των πολιτών συνέχισε να ισχύει στο έθνος, ενώ, επειδή ερχόταν σε σύγκρουση με την ιδεολογία της πόλεως, στην περίπτωσή της καταργήθηκε. Υποστηρίζεται ότι για πρώτη φορά αυτήν την εποχή, η πόλις στήριξε την εξέλιξή της στη χρήση ιδιόκτητων δούλων, ως εργατικό δυναμικό από μη ελλαδικές περιοχές.

Η οικονομία της αρχαϊκής πόλης είχε κυρίως αγροτικό χαρακτήρα και η γεωργία λειτούργησε ως η ουσιαστική πηγή τόσο για την επιβίωση της μεγάλης μάζας των πολιτών όσο και για τον πλουτισμό της πλειοψηφίας των ευπόρων. Ένας άλλος παράγοντας που συνέβαλε στην ανάπτυξη της οικονομίας της πόλης ήταν η έντονη δραστηριότητα που εκδηλώθηκε στην κατασκευή δημόσιων κτηρίων στο άστυ, καθώς και στην οργάνωση θρησκευτικών γιορτών ιδιαίτερα την εποχή που είχαν επικρατήσει οι τυραννίες.

Οι κατασκευές υδραγωγείων και πηγών στα αστικά κέντρα χρονολογούνται στα τέλη 7ου-αρχές 6ου αιώνα π.Χ. και σηματοδοτούν την ουσιαστική πλέον εμφάνιση των πόλεων. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι η Αθήνα αυτήν την εποχή εξελίχτηκε από ένα σύνολο διασκορπισμένων χωριών σε ένα αστικό σύμπλεγμα με κέντρο την αγορά. Η εγκαθίδρυση των δημόσιων και θρησκευτικών κέντρων της πραγματοποιήθηκε την εποχή της τυραννίας των Πεισιστρατιδών, στα μέσα του 6ου αιώνα. Την ίδια εποχή οι έμποροι και οι τεχνίτες ζούσαν σε αστικά κέντρα και όχι πλέον σε αγροτικούς οικισμούς. Μέχρι το 500 π.Χ. ο ρόλος τους δεν ήταν τόσο καθοριστικός στην εξέλιξη της οικονομίας των πόλεων, καθώς στις περισσότερες από αυτές η οικονομία βασιζόταν στους ίδιους τους κατοίκους και στους δούλους.

Εφόσον στις περισσότερες περιπτώσεις, η ελληνική πόλις ήταν απαλλαγμένη από την ευθύνη της προμήθειας του οπλιτικού εξοπλισμού, ισχυρή οικονομική βάση χρειαζόταν κυρίως για την κατασκευή και την οργάνωση στόλου -από την περίοδο των τυραννίδων και ύστερα- αλλά και για την προσφορά δημόσιων γευμάτων και δώρων στους νικητές των αγώνων.
Τα έσοδα προέρχονταν από τους δασμούς του ελλιμενισμού, από τα τέλη της Αγοράς, από την ενοικίαση της δημόσιας γης και από ένα σύνολο έμμεσων -και αργότερα άμεσων- φόρων σχετικών με τη γαιοκτησία.
Από τις παραπάνω πηγές εσόδων η πιο αποδοτική ήταν η φορολογία της αγοράς και των λιμανιών. Η πόλη σε αντιστάθισμα αυτής της εκμετάλλευσης παρείχε τη σταθεροποίηση των μέτρων και σταθμών της, την κοπή των νομισμάτων και τη βελτίωση της ύδρευσης και των λιμανιών της με κατασκευές έργων κοινοφελούς χαρακτήρα. Παραδείγματα αποτελούν ο δίολκος της Κορίνθου, το περίφημο όρυγμα της Σάμου, έργο του Ευπαλίνου, και ο μώλος της Δήλου.


| εισαγωγή | γεωργία | εμπόριο | πολιτειακή οργάνωση | Αρχαϊκή Περίοδος

Σημείωση: Επιλέγοντας τις εικόνες θα δείτε μια σύντομη περιγραφή.