A

αδιατάρακτη ταφή ή απόθεση (in situ): ταφή που βρίσκεται στην αρχική της θέση και δεν έχει υποστεί μεταγενέστερη επέμβαση (μετακίνηση) ή καταστροφή. Oνομάζεται και πρωτογενής. Aντίθετες έννοιες: διαταραγμένη ή δευτερογενής ταφή.

αζουρίτης: ορυκτό με λαμπερό γαλάζιο χρώμα, που απαντά σε μεταλλοφόρες πηγές χαλκού και χρησιμοποιείται ως χρωστική ύλη.

ακροφύσιο: φυσητήρας για τη διοχέτευση οξυγόνου, απαραίτητου για την ενίσχυση της φωτιάς και επομένως και της θερμοκρασίας που απαιτείται για την τήξη των μετάλλων.

Αλούβιο (αλουβιακές αποθέσεις): εύφορα στρώματα γης, που συναντώνται σε πεδιάδες και όχθες ποταμών και έχουν σχηματιστεί κατά το Oλόκαινο (12.000 πριν από σήμερα) από την αδιάκοπη μεταφορά λάσπης, άμμου και χαλικιών μέσω των ποταμών

αλυσίδα παραγωγής: τα στάδια κατεργασίας από τη συλλογή της πρώτης ύλης (λίθου, πηλού κ.λπ.) μέχρι την κατασκευή του τελικού προϊόντος (π.χ. λεπίδα, αγγείο).

αμαυρόχρωμη κεραμική: κεραμική με γραπτή διακόσμηση από ιδιότυπη, θαμπή βαφή. Η υφή της βαφής αυτής οφείλεται στην προσθήκη χρωματικών υλών με βάση το μαγγάνιο.

αμφορέας: μεγάλο αγγείο με στενό, χαμηλό ή ψηλό, λαιμό και δύο κάθετες λαβές, οι οποίες ξεκινούν από το σώμα του αγγείου και καταλήγουν στο λαιμό ή το χείλος του. Eίναι κατάλληλο για την αποθήκευση και τη μεταφορά κυρίως υγρών.

ανακομιδή: μεταφορά τμήματος ή ολόκληρου του σκελετού από το χώρο της αρχικής (πρωτογενούς) ταφής σε διαφορετικό χώρο (δευτερογενής ταφή).

ανθρωπογενής επίχωση: η επίχωση που δημιουργείται από την ανθρώπινη παρουσία σε μια περιοχή και περιλαμβάνει αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, κεραμική, λίθινα εργαλεία κ.λπ.

ανωδομή: το επάνω τμήμα του τοίχου, το οποίο πατά πάνω στο θεμέλιο.

απόθεση: η επίχωση, δηλαδή το σύνολο των υλικών που έχουν μεταφερθεί με φυσικό τρόπο (π.χ. ποτάμια) ή έχουν προκύψει από την ανθρώπινη κατοίκηση. Xρησιμοποιείται και ως συνώνυμο της ταφής, π.χ. πρωτογενής ή δευτερογενής απόθεση.

απόλυτη χρονολόγηση: η χρονολόγηση που προκύπτει από τη μέτρηση ηλικίας αρχαιολογικών καταλοίπων με μεθόδους των φυσικών επιστημών. Tέτοιες είναι π.χ.: η ραδιοχρονολόγηση, για τη μέτρηση του χρόνου που σταμάτησε να ζει μια οργανική ύλη (οστά, ξύλο-άνθρακας) και η θερμοφωταύγεια, για τη μέτρηση του χρόνου κατά τον οποίο ψήθηκε ένα αγγείο.

αρχαιοζωολόγος ή παλαιοζωολόγος: ο επιστήμονας που μελετά τα οστά ζώων που προέρχονται από τις αρχαιολογικές ανασκαφές και καθορίζει το είδος και τη σημασία τους για την οικονομία της κάθε εποχής.

αρσένιο: μέταλλο που απαντά σε χαλκοφόρες περιοχές και έχει την ιδιότητα να διευκολύνει την τήξη του χαλκού σε χαμηλότερες θερμοκρασίες από την απαιτούμενη (1083 βαθμοί C).

Αρχαιομεταλλουργία: ο όρος περιγράφει το σύνολο των θετικών επιστημών (γεωλογία, χημεία κ.λπ.) που μελετούν την προέλευση και τις μεθόδους επεξεργασίας των μετάλλων, καθώς και τη χημική σύσταση των μετάλλινων ευρημάτων.

ασκός: κλειστό αγγείο με σφαιρικό και πεπιεσμένο σώμα και πρόχυση τοποθετημένη έκκεντρα.

Β

βαθμολογημένη χρονολόγηση: η χρονολόγηση σε έτη προ Χριστού, που προκύπτει από τη διόρθωση της ραδιοχρονολόγησης (έτη πριν από σήμερα) με την καμπύλη της δενδροχρονολόγησης (βλ. δενδροχρονολόγηση).

βόθρος: λάκκος σκαμμένος στο έδαφος ή το δάπεδο οικιών που χρησίμευε για την αποθήκευση-φύλαξη αγαθών (σιτηρών, καρπών κ.λπ.).

Γ

γαστερόποδα: σαλιγκάρια χερσαία και θαλάσσια.

γεωλογική επίχωση: η επίχωση που προκαλείται από γεωλογικά-φυσικά αίτια.

Δ

δενδροχρονολόγηση: μέθοδος χρονολόγησης βασισμένη στον αριθμό των ετήσιων δακτυλίων των δέντρων. H χρονική καμπύλη που προκύπτει από τη μέθοδο αυτή αντιστοιχεί σε πραγματικές ηλικίες και χρησιμοποιείται για τη διόρθωση των ραδιοχρονολογήσεων (έτη πριν από σήμερα) και την αναγωγή τους σε έτη προ Xριστού (βαθμολογημένη χρονολόγηση).

δέπας αμφικύπελλο: ψηλό και στενό κύπελλο με δυo λεπτότεχνες λαβές τοποθετημένες έτσι, ώστε να σχηματίζουν κύκλο ή καρδιά. Aπαντά κυρίως στη δυτική Μικρά Ασία (Τροία) και τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, αλλά μετά τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ. και στα νησιά του νότιου Αιγαίου (Κυκλάδες) και τα ανατολικά παράλια της ηπειρωτικής Ελλάδας. O όρος χρησιμοποιείται από τον Όμηρο για να χαρακτηρίσει το πολυτελές ποτήρι κρασιού και υιοθετήθηκε από τον Ε. Σλήμαν για τα συγκεκριμένα αγγεία πόσης, που βρέθηκαν για πρώτη φορά στην Τροία II.

δευτερογενής επεξεργασία: η διαδικασία μεταποίησης ενός εργαλείου, ακατάλληλου πλέον για χρήση, σε νέο είδος (π.χ. λεπίδας σε μικρολεπίδα).

διαταραγμένη ταφή: ταφή που δε βρίσκεται στην αρχική της θέση, αλλά έχει υποστεί μεταγενέστερη επέμβαση (μετακίνηση) ή καταστροφή. Aντίθετη έννοια: αδιατάρακτη ταφή (in situ).

δρόμος: η λαξευμένη στο βράχο ή λιθόχτιστη είσοδος των θολωτών και των θαλαμοειδών τάφων.

Ε

εγχειρίδιο: χάλκινο αιχμηρό εργαλείο με τριγωνικό σχήμα και κοφτερές πλευρές.

εγχυτρισμός: ενταφιασμός νεκρού μέσα σε αγγείο.

ειδώλια: ομοιώματα ανθρώπινων ή ζωικών μορφών κατασκευασμένα από διάφορα υλικά.

εκφορικό σύστημα: τρόπος στέγασης τάφων, σύμφωνα με τον οποίο η οροφή του τάφου κτίζεται (στους κιβωτιόσχημους) ή επενδύεται (στους θολωτούς) με σειρές λίθων, τοποθετημένες η κάθε μια λίγο πιο μέσα από την προηγούμενη, ώστε η στέγη να στενεύει στο ανώτερο τμήμα της, το οποίο κλείνεται με μια πλάκα.

εμπίεστη: διακόσμηση πήλινων επιφανειών (εστίες, αγγεία) με την πίεση των δακτύλων ή διαφόρων αντικειμένων, όπως σφραγίδες ή σφραγιδοκύλινδροι, που αφήνουν ανάγλυφο το αποτύπωμά τους στον άψητο ακόμη πηλό.

επίπλευση: μέθοδος της παλαιοβοτανολογίας (βλ. παρακάτω) κατά την οποία το χώμα της ανασκαφής πλένεται σε ειδική συσκευή, το νεροκόσκινο. Aπό το χώμα που πλένεται με νερό επιπλέουν τα ελαφρά οστά και οι καμένοι σπόροι φυτών που συλλέγονται σε λεπτά κόσκινα.

επίχωση: η απόθεση, δηλαδή το σύνολο των υλικών που έχουν μεταφερθεί σε μια περιοχή με φυσικό τρόπο (γεωλογική επίχωση) ή έχουν προκύψει από την ανθρώπινη κατοίκηση (ανθρωπογενής επίχωση).

Ζ

ζώμα ή περίζωμα: τύπος αντρικού ενδύματος της μινωικής Κρήτης που έμοιαζε άλλοτε με μαγιό και άλλοτε με κοντή φούστα.

Η

ηθμός: διάτρητο στέλεχος για το σούρωμα των υγρών.

ηθμωτά αγγεία: αγγεία διαφόρων τύπων, όπως κύπελλα, αμφορίσκοι κ.λπ., τα οποία έχουν απειράριθμες οπές και μοιάζουν με τα σύγχρονα σουρωτήρια. Xρησιμοποιούνται, ανάλογα με το σχήμα τους, στη φύλαξη καρπών, την τυροκομία, τη μελισσοκομία (καπνιστήρια), ακόμη και στο στράγγιγμα αφεψημάτων.

ήλεκτρο: κράμα χρυσού και αργύρου.

Θ

θρανίο: πήλινη ή λίθινη κατασκευή που χρησίμευε είτε για την απόθεση αγγείων και τροφίμων είτε ως κάθισμα και κρεβάτι.

Ι

ιδεογράμματα: στοιχεία των πρωιμότερων συστημάτων γραφής, τα οποία απεικονίζουν αντικείμενα, π.χ. άνδρας, αγγείο, διπλούς πέλεκυς κ.λπ.

ιχθυάκανθα: τρόπος θεμελίωσης κτηρίων, κατά τον οποίο οι πέτρες τοποθετούνται σε λοξές στρώσεις που σχηματίζουν ανά δύο ψαροκόκαλο, ορατό στις πλαϊνές πλευρές των τοίχων.

Κ

κάλαθος: ανοικτό αγγείο με οριζόντιες λαβές επάνω στο χείλος που μοιάζει να αντιγράφει το σχήμα καλαθιού.

κανδήλα: συμβατικός όρος για το χαρακτηρισμό κρατήρων από μάρμαρο, χαρακτηριστικών της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου.

κασσίτερος: μέταλλο προερχόμενο από πηγές πέραν του Αιγαίου και των Βαλκανίων, που εντοπίζονται στη δυτική Ευρώπη, την κεντρική Aσία και τη νότια Τουρκία (;). Aπό την ανάμιξή του με το χαλκό, προκύπτει ο ορείχαλκος (μπρούντζος), το ανθεκτικό μέταλλο που σημάδεψε την οικονομία των προϊστορικών κοινωνιών του Αιγαίου από τις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ.

Íατά χώραν: συχνά αναφέρεται και ως in situ. Η εύρεση αντικειμένων στο σημείο, όπου είχαν τοποθετηθεί κατά την εποχή της τελευταίας τους χρήσης.

κέρνος: λίθινο ή πήλινο σύνθετο σκεύος, αποτελούμενο από πολλά αγγεία του ίδιου τύπου, στα οποία τοποθετούνται στερεές ή υγρές ουσίες (π.χ. σιτάρι, κρασί, λάδι), προοριζόμενες για προσφορές.

κιβωτιόσχημοι τάφοι: τάφοι παραλληλόγραμμου σχήματος με εσωτερική επένδυση από λίθινες ή πλίνθινες πλάκες.

κλίβανος (κεραμικός): φούρνος ειδικός για το ψήσιμο πήλινων αγγείων και αντικειμένων.

κολοσσιαία ηφαιστειακή έκρηξη: ο τρίτος και μεγαλύτερος βαθμός στην κλίμακα έντασης των ηφαιστειακών εκρήξεων.

κρατήρας: ανοικτό αγγείο για τη φύλαξη ή και ανάμιξη υγρών.

κτέρισμα: ταφικό δώρο. Κάθε αντικείμενο που τοποθετείται στον τάφο μαζί με το νεκρό.

κύλικα: πήλινο ή λίθινο ανοιχτό αγγείο πόσης με ψηλό πόδι.

κύμβη (σαλτσιέρα, sauciere) ή ραμφόστομη φιάλη: ρηχή ή βαθιά φιάλη (πιάτο) με κοντή ή μακρύτερη πρόχυση, διαμορφωμένη σε σχήμα ράμφους πουλιού. Πρόκειται για χαρακτηριστικό αγγείο της Πρωτοελλαδικής ΙΙ περιόδου.

Λ

λιάνιστρο: πολυλειτουργικό εργαλείο για σύνθλιψη και ξέση, για την κατεργασία του ξύλου ή για το σκάψιμο της γης.

Μ

μαγούλα ή τούμπα: χαμηλός λόφος που δημιουργείται από τα αλλεπάλληλα στρώματα κατοίκησης στο ίδιο σημείο για πολλές εκατονταετίες ή χιλιετίες. Aποτελεί τη χαρακτηριστική μορφή των προϊστορικών οικισμών στην Ελλάδα.

μαλαχίτης: ορυκτό με λαμπερό πράσινο χρώμα, που απαντά σε μεταλλοφόρες πηγές χαλκού και χρησιμοποιείται ως χρωστική ύλη.

μέγαρο: ορθογώνιο κτήριο, αποτελούμενο από έναν κύριο χώρο και έναν ανοιχτό ή κλειστό προθάλαμο. Κτίζεται ανεξάρτητο στο χώρο, δηλαδή δεν εφάπτεται σε γειτονικά κτήρια.

μεγαρόσχημο: ορθογώνιο στενόμακρο κτήριο, όμοιο με το μέγαρο, που όμως εφάπτεται σε γειτονικά κτίσματα όμοιου ή διαφορετικού τύπου. Στις πλευρές του είναι δυνατή η προσθήκη βοηθητικών (π.χ. αποθηκευτικών, εργαστηριακών) χώρων.

μήτρα: καλούπι για τη μορφοποίηση του λειωμένου μετάλλου σε κόσμημα, εργαλείο ή όπλο.

μινυακή κεραμική: τυπική κεραμική της Μεσοελλαδικής περιόδου με στιλπνή επιφάνεια, που συχνότατα φέρει αυλακώσεις. Aνάλογα με τις συνθήκες όπτησης η επιφάνεια των μινυακών αγγείων είναι γκρίζα (αναγωγική πυρά), καστανή, κίτρινη ή κόκκινη (οξειδωτική πυρά).

Μυκηναϊκή Κοινή: τα κοινά καλλιτεχνικά γνωρίσματα που aναπτύχθηκαν ανάμεσα στην Ανατολική Αττική και στα νησιά του Νότιου Αιγαίου γύρω στα μέσα της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Γ περιόδου.

Ξ

ξερολιθιά: τρόπος κτισίματος τοίχων, κατά τον οποίο οι πέτρες τοποθετούνται σε στρώσεις, χωρίς τη μεσολάβηση συνδετικού υλικού (π.χ. λάσπη).

Ο

Oλόκαινο: η γεωλογική περίοδος που ακολουθεί το Πλειστόκαινο, ξεκινά περίπου 12.000 πριν από σήμερα και διαρκεί ως τις μέρες μας.

ορείχαλκος ή μπρούντζος: κράμα μετάλλου, που προκύπτει από την ανάμιξη χαλκού και κασσίτερου.

οψιανός: μαύρο ηφαιστειακό γυαλί, κατάλληλο για την κατασκευή ανθεκτικών κοφτερών εργαλείων.

Π

Παλαιοδημογραφία: η επιστήμη που καταγράφει την ύπαρξη και πυκνότητα πληθυσμών που έζησαν σε εποχές για τις οποίες δεν υπάρχουν διαθέσιμα στατιστικά-ιστορικά στοιχεία.

παλαιοπεριβάλλον: η γεωμορφολογία, το κλίμα, η πανίδα και η χλωρίδα μιας περιοχής κατά τη διάρκεια μιας παρωχημένης εποχής.

Παλαιοζωολογία: η επιστήμη που μελετά τα οστά ζώων που προέρχονται από τις αρχαιολογικές ανασκαφές και καθορίζει το είδος και τη σημασία τους για την οικονομία της εκάστοτε εποχής.

Παλαιοβοτανολογία: η επιστήμη που μελετά τα κατάλοιπα φυτών, σπόρων, καρπών, ζιζανίων κ.λπ., που προέρχονται από τις αρχαιολογικές ανασκαφές και καθορίζουν το είδος της χλωρίδας και τη σημασία της για την οικονομία της εκάστοτε εποχής (βλ. επίπλευση).

Παλαιοανθρωπολογία: η επιστήμη που μελετά τους ανθρώπινους σκελετούς και συντελεί στη μελέτη π.χ. συγγενικών σχέσεων, παραγόντων θνησιμότητας κ.λπ.

Παλυνολογία: κλάδος που μελετά τη χλωρίδα και χαρακτηρίζει τα διαφορετικά παλαιοπεριβάλλοντα, μέσω της ανάλυσης της γύρης, η οποία διατηρείται σε στρώματα του βυθού ελών και λιμνών.

πανίδα: το σύνολο των χερσαίων και θαλάσσιων ζώων.

πασσαλόπηκτο κτήριο: κτήριο αποτελούμενο από κορμούς δέντρων, οι οποίοι τοποθετούνται μέσα στο έδαφος, σε μικρές σχετικά αποστάσεις μεταξύ τους, συνιστώντας έτσι το σκελετό του σπιτιού. Oι πλευρές του και η στέγη του καλύπτονται με κλαδιά, μάζες άψητου πηλού και άχυρο.

περίαπτο: κόσμημα με ή χωρίς οπή, που κρεμιέται στο λαιμό ως απλό κόσμημα ή φυλαχτό.

πιθοειδή αγγεία: αγγεία μεγάλα και κλειστά που χρησιμεύουν στην αποθήκευση στερεών και υγρών.

πλίνθος: άψητο τούβλο από μίγμα πηλού και άχυρου.

πολιτισμός: το σύνολο των πολιτιστικών χαρακτηριστικών μιας περιοχής. Tα χαρακτηριστικά αυτά είναι: αρχιτεκτονική, κεραμική, εργαλεία, ειδώλια (π.χ. Eλλαδικός, Mινωικός ή Κυκλαδικός πολιτισμός).

πρόχους: πήλινο κλειστό αγγείο με στενό λαιμό, ανάλογο με τη σύγχρονη κανάτα, χρήσιμο για την άντληση, τη μεταφορά, τη φύλαξη και το μοίρασμα υγρών.

πρωτοβερνικωτά (Urfirnis): κατηγορία αγγείων της Πρωτοελλαδικής II, τα οποία κατασκευάζονται από εξαιρετικά καθαρό πηλό με σαπωνοειδή υφή. H επιφάνειά τους διακοσμείται εν μέρει ή ολόκληρη με αραιό, πρωτόγονο "βερνίκι", που δεν είναι παρά πολύ αραιωμένος πηλός, απλωμένος στην επιφάνεια του αγγείου με κάποιο ύφασμα.

πυξίδα: λίθινο ή πήλινο αγγείο με σφαιρικό ή κυλινδρικό σώμα, το οποίο σκεπάζεται με επίπεδο πώμα και χρησιμεύει για τη φύλαξη κοσμημάτων, χρωστικών υλών και άλλων προσωπικών αντικειμένων.

πυρήνας: η διαμορφωμένη πρώτη ύλη από την οποία αποσπώνται λίθινες λεπίδες.

πυροτεχνολογία: η γνώση της αυξομείωσης (ρύθμισης) της φωτιάς και επομένως και της θερμοκρασίας, που στοχεύει στο ψήσιμο αγγείων ή στο λειώσιμο μετάλλων.

P

ραδιοχρονολόγηση: η πρώτη μέθοδος των φυσικών επιστημών, που εφαρμόστηκε το 1952 από το W. Libby για την απόλυτη χρονολόγηση αρχαιολογικών ευρημάτων. Eφαρμόζεται σε οργανικές ύλες, καμένο ξύλο (άνθρακα), οστά ζώων ή καμένους καρπούς, και καθορίζει τη χρονική στιγμή πριν από σήμερα, κατά την οποία έπαψαν να ζουν (βλ. βαθμολογημένη χρονολόγηση).

ραμφόστομη πρόχους: τύπος πρόχου με ψηλό και στενό λαιμό και στόμιο σε σχήμα ράμφους πουλιού.

ραμφόστομη φιάλη ή κύμβη (σαλτσιέρα, sauciere): ρηχή ή βαθιά φιάλη (πιάτο) με κοντή ή μακρύτερη πρόχυση, διαμορφωμένη σε σχήμα ράμφους πουλιού. Πρόκειται για χαρακτηριστικό αγγείο της Πρωτοελλαδικής ΙΙ περιόδου.

ρυτό: τελετουργικό αγγείο με μια οπή στο κάτω μέρος, το οποίο χρησιμοποιούνταν για προσφορές υγρών (π.χ. νερό, λάδι, κρασί). Συχνότατη είναι η κατασκευή και χρήση ζωόμορφων ρυτών.

Σ

σιρός: σιτοβολώνας, αρχιτεκτονική κατασκευή που προορίζεται για την αποθήκευση σιτηρών.

σκύφος: βαθύ ημισφαιρικό αγγείο που, ανάλογα με το μέγεθός του, χρησιμεύει ως κύπελλο ή λεκάνη.

σκωρία: άμορφη μάζα καμένου μετάλλου που απομένει μετά την τήξη του.

στίλβωση: εξομάλυνση της επιφάνειας του στεγνού χειροποίητου πήλινου αγγείου με βότσαλο, οστό, δέρμα ή ύφασμα. Προηγείται του ψησίματος του αγγείου και επιφέρει στιλπνότητα στην επιφάνειά του.

στρωματογραφία: η διαδοχή αρχαιολογικών αποθέσεων (στρωμάτων), που δημιουργούνται από την ανθρώπινη κατοίκηση στο ίδιο σημείο για πολλές εκατονταετίες ή χιλιετίες.

συλημένος τάφος: τάφος που παραβιάστηκε κατά την αρχαία ή τη σύγχρονη εποχή και εκκενώθηκε εν μέρει ή τελείως από το περιεχόμενό του.

συνεσταλμένη στάση: η στάση που έχει το έμβρυο στη μήτρα κατά την περίοδο της κύησης (εμβρυακή). Στη στάση αυτή, δηλαδή με τα πόδια λυγισμένα προς το πρόσωπο, θάβονταν κατά κανόνα οι άνθρωποι του προϊστορικού Αιγαίου.

σφηκωτήρας: μεταλλικό έλασμα ή χοντρό σύρμα, που χρησιμοποιείται για τη στερέωση των μαλλιών.

σφραγιδοκύλινδρος: συμπαγής κύλινδρος από πηλό, λίθο ή οστό, που φέρει διακοσμητικά σχέδια και μορφές ανθρώπων ή ζώων, τα οποία αφήνουν ανάγλυφο το αποτύπωμά τους σε πλαστικές ύλες, όπως ο άψητος πηλός.

σφυρηλάτηση: η κατεργασία των μετάλλων με τη βοήθεια λίθινου σφυριού.

σχετική χρονολόγηση: η χρονολόγηση των αρχαιολογικών καταλοίπων, που βασίζεται στην εξέλιξη και διαδοχή των τύπων κεραμικής και λίθινων εργαλείων και δε χρησιμοποιεί μεθόδους των φυσικών επιστημών (βλ. απόλυτη χρονολόγηση).

Τ

τέχνεργο (artifact): κάθε αντικείμενο, λίθινο, οστέινο, πήλινο κ.λπ. στο οποίο έχει επέμβει το ανθρώπινο χέρι. Ο όρος αναφέρεται τόσο σε τελικά προϊόντα, π.χ. εργαλεία, όπλα, αγγεία, όσο και σε προϊόντα ενδιάμεσα είτε αυτά είναι ημιτελή είτε απορρίμματα της κατεργασίας, π.χ. απολεπίσματα.

τηγανόσχημο: πήλινο ή μαρμάρινο ανοιχτό και ρηχό σκεύος με μια λαβή, που θυμίζει το σύγχρονο τηγάνι. Πρόκειται για χαρακτηριστικό αγγείο της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου. H χρήση του δεν είναι ακριβώς γνωστή. Εικάζεται ότι χρησίμευε ως πώμα, καθρέφης ή ως αστρολάβος.

τούμπα: βλ. μαγούλα

τύμβος: ταφικό μνημείο.

Υ

Υπομυκηναϊκή περίοδος: η τελική περίοδος της μυκηναϊκής εποχής, η οποία καταλαμβάνει το διάστημα από το 1050 μέχρι το 1000 π.Χ.

Φ

φιάλη: ανοιχτό και ρηχό αγγείο που χρησιμεύει ως πιάτο.

Χ

χειριδωτός χιτώνας: χιτώνας με μανίκια.

χλωρίδα: το σύνολο των χερσαίων και θαλάσσιων φυτών (βλ. Παλαιοβοτανολογία).

χοάνη ή χωνευτήρι: ανοιχτό και ρηχό πήλινο σκεύος από χονδροειδή πηλό, στο οποίο τοποθετείται το μέταλλο για να λειώσει με την επίδραση της φωτιάς.

χρωματοθήκη: οστό αιγοπροβάτου από το οποίο έχει αφαιρεθεί η σπογγώδης ύλη ώστε να αποτελεί ένα μικρό, κενό σωλήνα. Σ' αυτόν φυλάσσονται χρωστικές ύλες, όπως αζουρίτης, μαλαχίτης και κόκκινη ώχρα, που χρησιμοποιούνταν στις Κυκλάδες για την κόσμηση του σώματος και των μαρμάρινων ειδωλίων. Oι οστέινοι αυτοί σωλήνες φέρουν εξωτερικά εγχάρακτη γραμμική διακόσμηση, ενώ τα ανοιχτά τους άκρα κλείνονται με κομμάτια οστού ή μικρές πέτρες. Aποτελούν καθαρά κυκλαδικό δημιούργημα της 3ης χιλιετίας π.X.

χωροκατανομή: η κατανομή των αρχαιολογικών αντικειμένων στο χώρο.

Ψ

ψευδόστομος αμφορέας: χαρακτηριστικό αγγείο της μυκηναϊκής κεραμικής, το οποίο διέθετε ένα ψευδές, δηλαδή κλειστό στόμιο, μία πλάγια προχοή και δύο λαβές στους ώμους.

Ω

ώχρα: ορυκτό με κόκκινο ή κίτρινο χρώμα, που απαντά σε μεταλλοφόρες πηγές αιματίτη και χρησιμοποιείται ως χρωστική ύλη. H εξόρυξή της στο Aιγαίο μαρτυρείται από την Ανώτερη Παλαιολιθική (35.000-11.000 πριν από σήμερα) σε ορυχεία αιματίτη στη θέση Τζίνες της Θάσου. Θεωρείται ο "χρυσός" της Παλαιολιθικής εποχής.