Η πρώτη μορφή γραφής που απαντά στη Μινωική Κρήτη, αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα, αντιπροσωπεύεται από ένα αινιγματικό εύρημα που χρονολογείται στο δεύτερο τέταρτο της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., το δίσκο της Φαιστού. Η επιγραφή που είναι χαραγμένη στο δίσκο λόγω της ιδιομορφίας του κειμένου της δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί, αλλά το περιεχόμενό της φαίνεται ότι συνδέεται με το μινωικό κόσμο.

Κατά τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. χρησιμοποιήθηκαν στην Κρήτη τρία διαφορετικά συστήματα γραφής που διέκρινε πρώτος ο Arthur Evans: η ιερογλυφική, η Γραμμική Α και η Γραμμική Β γραφή. Τα κείμενα του πρώτου συστήματος, του ιερογλυφικού, συναντώνται σε μία μικρή ομάδα σφραγιδολίθων και σφραγισμάτων και είχαν μάλλον θρησκευτικό περιεχόμενο. Τα κείμενα της Γραμμικής Α και της Γραμμικής Β που είναι συλλαβικές γραφές έχουν αντίθετα οικονομικό χαρακτήρα. H γραφή σε αυτή την περίπτωση εξυπηρετούσε ένα είδος λογιστικού συστήματος, απαραίτητου για τον έλεγχο της διακίνησης ανθρώπων και προϊόντων στα μυκηναϊκά ανάκτορα. Η ίδια αναγκαιότητα είχε αναπτυχθεί και στη Μεσοποταμία, όπου είχε διαμορφωθεί ένα παρόμοιο σύστημα γραπτής αρχειοθέτησης ήδη από τις αρχές της τρίτης χιλιετίας. Οι διαφορές των δύο γραμμικών γραφών εντοπίζονται στη διάταξη του κειμένου, στον αριθμό των πικτογραμμάτων και τα διαφορετικά σύμβολα για τα βάρη και τα σταθμά. Από αυτές τις γραφές μόνο η Γραμμική Β είναι αναγνώσιμη.

Η Γραμμική Α διαμορφώθηκε κατά το τέλος της Μεσομινωικής περιόδου, δηλαδή κατά το 18 αιώνα π.X. και η χρήση της συνεχίστηκε μέχρι την τελική καταστροφή των μινωικών ανακτόρων, γύρω στο 1425 π.Χ. Η γραφή αυτή συναντάται κυρίως χαραγμένη σε πινακίδες και δελτάρια από πηλό αλλά και σε διάφορα χρηστικά αντικείμενα. Η πρώτη αυτή γραμμική γραφή δεν είναι ακόμη αναγνώσιμη, τα κοινά ιδεογράμματα όμως με τη Γραμμική Β είναι τόσα πολλά, ώστε να μπορούν συχνά να διατυπωθούν βάσιμες υποθέσεις για το περιεχόμενο των κειμένων.

Η Γραμμική Β προέκυψε από τη Γραμμική Α και ήταν η επίσημη γραφή των ανακτόρων της Κνωσού κατά τη μυκηναϊκή δυναστεία. Τα κείμενά της σώθηκαν σε μεγάλες ποσότητες στα μυκηναϊκά ανακτορικά αρχεία -και μάλιστα στην αρχική τους θέση- επειδή η μάζα τους στερεοποιήθηκε κατά την καταστροφή των ανακτόρων από φωτιά. Η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β γραφής από τους M. Ventris και J. Chadwick το 1952 απέδειξε ότι η γλώσσα της μυκηναϊκής Ελλάδας ήταν η ελληνική, μεταθέτοντας έτσι το όριο της ελληνικής ιστορίας κατά επτά αιώνες πριν από τις πρώτες ελληνικές επιγραφές.

Λίγες είναι οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τη χρήση της γραφής εκτός του πλαισίου της διοικητικής διαχείρισης. Τα μόνα και γι' αυτό εξαιρετικά σημαντικά στοιχεία για την ευρύτερη χρήση της γραφής στην εποχή του Χαλκού προσφέρουν οι τρεις ξύλινες πινακίδες από το ναυάγιο του Ulu Burun, οι οποίες ερμηνεύονται ως γραφικές πινακίδες και συνοδεύονται από ελεφάντινες γραφίδες. Οι επιφάνειες των αντικειμένων αυτών αλείφονταν με κερί και κατόπιν χαράζονταν επάνω τους κείμενα, όπως ακριβώς συνηθιζόταν στους μεταγενέστερους αιώνες της ιστορικής αρχαιότητας.