Ο οψιανός είναι φυσικό μαύρο γυαλί και προέρχεται αποκλειστικά από ηφαιστειογενείς περιοχές νεαρής γεωλογικά ηλικίας. Οι πηγές οψιανού στην ανατολική Μεσόγειο είναι λιγοστές και εντοπίζονται σε μερικά νησιά του Αιγαίου: στη Μήλο (στα Νύχια και το Δεμενεγάκι), την Αντίπαρο, τη Νίσυρο και το Γυαλί.

Το υλικό αυτό χρησιμοποιήθηκε, λόγω της σύστασης και ανθεκτικότητάς του, ήδη από τα τέλη της Ανώτερης Παλαιολιθικής (9η χιλιετία π.Χ.), για την κατασκευή λεπίδων με κοφτερές ακμές, που χρησίμευαν ως μαχαίρια, ξέστρα και ξυράφια. Ο οψιανός της Μήλου προτιμήθηκε λόγω της σκληρότητάς του από τους κατοίκους του Αιγαίου τόσο κατά την εποχή του Λίθου, όσο και κατά την εποχή του Χαλκού (3200-1050 π.Χ.) για την κατασκευή εργαλείων και όπλων (αιχμές βελών). Αντίθετα, ο οψιανός από το Γυαλί ήταν περισσότερο εύθραυστος και συνεπώς ακατάλληλος για λεπτή επεξεργασία, γι' αυτό και χρησίμευσε, ιδιαίτερα κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού, στην κατασκευή λίθινων αγγείων. Σε ορισμένους οικισμούς του ελλαδικού χώρου βρέθηκαν εργαλεία και σκεύη κατασκευασμένα από οψιανό, προερχόμενο από τα νησιά Λίπαρι της Ιταλίας, από τη νοτιοανατολική Βαλκανική και από το Ciftlik της Τουρκίας.

Η εύρεση εργαλείων οψιανού από τη Μήλο σε στρώματα κατοίκησης της Μεσολιθικής στο σπήλαιο Φράγχθι της Ερμιονίδας πιστοποιεί τη ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο ήδη από την 9η χιλιετία π.Χ. Η εξόρυξη και διακίνηση του οψιανού γινόταν, από το τέλος της Παλαιολιθικής και κατά το μεγαλύτερο διάστημα της Νεολιθικής εποχής (περίπου 6800-3200 π.Χ.), όχι από ομάδες μόνιμα εγκατεστημένες στην περιοχή των λατομείων της Μήλου, αλλά από εξειδικευμένες ομάδες, που έφθαναν στο νησί από οικισμούς του κεντρικού και νότιου Αιγαίου. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, που βασίζεται στη μελέτη τέχνεργων οψιανού (πυρήνων, απολεπισμάτων και εργαλείων) από αρχαιολογικές θέσεις της κεντρικής και νότιας Ελλάδας, την εξόρρυξη ακολουθούσε η επιτόπου προεργασία της πρώτης ύλης, τουλάχιστον κατά την Αρχαιότερη και τη Μέση Νεολιθική (περίπου 6800-5300 π.Χ.). Κατά τη Νεότερη και την Τελική Νεολιθική (περίπου 5300-3200 π.Χ.), όταν πια η συστηματική κατοίκηση των Κυκλάδων πύκνωσε, η διακίνηση του οψιανού διαφοροποιήθηκε και εντάχθηκε στα ολοένα και πιο σύνθετα εμπορικά δίκτυα του Αιγαίου. Ο οψιανός έφτασε τότε στους οικισμούς πέραν των Κυκλάδων με τη μορφή αδρά επεξεργασμένων πυρήνων.



IME sitemap gallery terminology bibliography www