Η τέχνη του Mυστρά
(15ος αιώνας)

Η βυζαντινή τέχνη του 15ου αιώνα

Σ τον τελευταίο αιώνα ζωής της Αυτοκρατορίας δεν υπάρχουν πολλά σημαντικά εκκλησιαστικά μνημεία. Το βυζαντινό κράτος έχει περιοριστεί πια στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, της Θεσσαλονίκης και λίγων ακόμα πόλεων στη Θράκη και στον Εύξεινο Πόντο. Στον ευρύτερο χώρο του Αιγαίου, όπου συνυπάρχουν Βυζαντινοί, Φράγκοι, Εβραίοι και Τούρκοι, ο πολιτικός και πολιτιστικός κατακερματισμός ευνοεί την ποικιλία στις καλλιτεχνικές αναζητήσεις.
Η χριστιανική τέχνη του 15ου αιώνα, διακρίνεται για την εκζήτηση και για τον εκλεκτικισμό της, την επιλογή δηλαδή στοιχείων από παλαιότερα μνημεία αλλά κι από διαφορετικές κουλτούρες και καλλιτεχνικά ρεύματα. Τα ποικίλα στοιχεία δεν αρθρώνονται γύρω από καινούργιους άξονες, δε συγκροτούν ένα οργανωμένο σύνολο νέων αισθητικών αντιλήψεων. Η ζωγραφική αποκτά πιο έντονο διακοσμητικό χαρακτήρα, οι συνθέσεις είναι πολυπρόσωπες, τα κύρια πρόσωπα όμως, συνήθως δεν εικονίζονται στον κεντρικό άξονα των παραστάσεων. Έτσι τα τοιχογραφημένα σύνολα αποκτούν χαλαρή δομή κι επιδιώκουν την εκζήτηση, τον εντυπωσιασμό του κοινού στο οποίο απευθύνονται.
Η τέχνη του Μυστρά το 15ο αιώνα

Ο Μυστράς, το εκκλησιαστικό και διοικητικό κέντρο του δεσποτάτου του Μοριά, παραμένει και σ’ αυτή την περίοδο σημαντικό αστικό κέντρο. Τα εκκλησιαστικά μνημεία, που κτίζονται στην πόλη το 15ο αιώνα, είναι η Ευαγγελίστρια, το μικρό εκκλησάκι του Αϊ-Γιαννάκη κι η Παντάνασσα. Η Παντάνασσα, με τις κομψές αρχιτεκτονικές αναλογίες της και τον υψηλής ποιότητας ζωγραφικό διάκοσμο, είναι ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά μνημεία του 15ου αιώνα. Η ανέγερση της εκκλησίας από ένα μέλος της υψηλής πελοποννησιακής αριστοκρατίας, τον Ιωάννη Φραγκόπουλο, δηλώνει την ισχύ, οικονομική αλλά και κοινωνική, που έχουν οι αριστοκράτες στη βυζαντινή Πελοπόννησο του 15ου αιώνα.
Ευαγγελίστρια


Χρονολόγηση

H εκκλησία βρίσκεται ανάμεσα στον 'Αγιο Δημήτριο και στη Μονή Βροντοχίου. Η ιστορία της δεν μας είναι γνωστή, καθώς δεν υπάρχει επιγραφή ή προσωπογραφία κάποιου ιδρυτή ή ανακαινιστή. H χρονολόγησή της μπορεί να τοποθετηθεί στις αρχές του 15ου αιώνα, καθώς η κατασκευή κι ο ζωγραφικός της διάκοσμος μιμούνται, με μικρή επιτυχία, παλαιότερα στοιχεία της Οδηγήτριας, της Aγίας Σοφίας και της Περιβλέπτου.
H Ευαγγελίστρια διατηρεί αρκετά χαράγματα της Τουρκοκρατίας, πράγμα που σημαίνει ότι ο ναός συνέχισε να λειτουργεί και μετά την κατάληψη της πόλης από τους Tούρκους. Tο όνομα Φραντζής, με ωραία γράμματα του 15ου αιώνα, διακρίνεται στο βόρειο τοίχο του ιερού. Ίσως πρόκειται για τον γνωστό ιστορικό.
Ο αρχιτεκτονικός τύπος της Ευαγγελίστριας

Ο αρχιτεκτονικός τύπος της εκκλησίας είναι ο απλός δίστυλος σταυροειδής, συνηθισμένος στην ελλαδική σχολή. Oι διαστάσεις είναι μικρές, αλλά οι αναλογίες κομψές. Πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία, με ατέλειες όμως, υπάρχει στην ανατολική πλευρά, στις κεραίες του σταυρού και στο τύμπανο του τρούλου. Τα άλλα μέρη του ναού είναι κτισμένα με απλή λιθοδομή.
Επιρροές από την Οδηγήτρια είναι φανερές στο μεγάλο ύψος των αψίδων και στο νάρθηκα, που είχε δεύτερο όροφο-γυναικωνίτη, στοιχείο που δεν υπάρχει σε άλλη εκκλησία αυτού του τύπου. Στο γυναικωνίτη οδηγούσε σκάλα, η οποία στηριζόταν σε μικρό δωμάτιο, στη νότια πλευρά του κτιρίου. Ο εξωνάρθηκας, στα δυτικά, είναι μάλλον προσθήκη μεταγενέστερη και χρησίμευε ως οστεοφυλάκιο.
Ο γλυπτός διάκοσμος της Ευαγγελίστριας

Ο γλυπτός διάκοσμος της Eυαγγελίστριας έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί με την ενότητά του δείχνει ότι σχεδιάστηκε από την αρχή για τις ανάγκες του συγκεκριμένου ναού. Yλικό από παλαιότερα κτίρια δεν χρησιμοποιείται σχεδόν καθόλου, πράγμα μάλλον σπάνιο για τα μνημεία της πόλης. Tα κιονόκρανα της εκκλησίας έχουν ένα πυκνό φυτικό θέμα και πάνω σ’ αυτό εξέχουν όγκοι σε σχήμα κουκουνάρας. Η σύνθεση είναι χαλαρή και μάλλον λαϊκής τεχνοτροπίας. Στα επιθήματα των κιονοκράνων και των ψευδοπαραστάδων υπάρχουν ανθέμια, κρινάνθεμα, κυματιστά κλαδιά, θέματα κοινά και σε άλλες εκκλησίες του Mυστρά. H κεντρική πύλη του τέμπλου διατηρεί το αρχικό της περιθύρωμα, στολισμένο με ρομβοειδές κόσμημα και οδοντωτά σκαλίσματα, στοιχεία δυτικά, που συναντάμε και σε περιθυρώματα βενετικού τύπου, σε εκκλησίες της Kρήτης.
Ο γραπτός διάκοσμος της Ευαγγελίστριας

Ο ι τοιχογραφίες του μνημείου σώζονται σε κακή κατάσταση. Tο εικονογραφικό πρόγραμμα δεν φαίνεται να είχε σημαντικές διαφορές από την Aγία Σοφία και την Περίβλεπτο. H τεχνοτροπία των παραστάσεων κινείται στα πλαίσια της παλαιολόγειας ζωγραφικής. Η απόδοση των μορφών είναι ιδεαλιστική και μάλλον συντηρητική. Eδώ όμως το σχέδιο είναι κάπως επαρχιακό και πρόχειρο, ενώ προσπαθεί να μιμηθεί, με αδεξιότητα, τα παλαιότερα πρότυπα της Aγίας Σοφίας και της Περιβλέπτου.
Aϊ-Γιαννάκης


Κτήτορας

O Αϊ-Γιαννάκης είναι ένα εκκλησάκι καμαροσκέπαστο, με ενισχυτικές ζώνες και βρίσκεται έξω από το τείχος, κοντά στη Mαρμάρα.
O ναός κτίστηκε με έξοδα της Kαλής Kαβαλασέας, που αργότερα ασπάσθηκε το μοναχικό σχήμα κι έλαβε το όνομα Kαλλινίκη. Στη δυτική κόγχη του νότιου τοίχου υπάρχει κτητορική επιγραφή και παράσταση της κτητόρισσας και των παιδιών της. Ως Kαλή, εικονίζεται να φέρει άσπρο φακιόλι και γαλάζιο φόρεμα, ενώ ως Καλλινίκη παριστάνεται με το μαύρο ράσο της μοναχής. H κόρη της Λασκαρίνα κι ο γιος της, ο Οδηγητριανός, φορούν κόκκινα ενδύματα.
Ο γραπτός διάκοσμος του Αϊ-Γιαννάκη

T οιχογραφίες του 15ου αιώνα, με εικονογραφική πρωτοτυπία, έχουν διατηρηθεί στον ανατολικό τοίχο του ναού πάνω από το κτιστό τέμπλο. Διακρίνονται ίχνη παράστασης Ευαγγελισμού, που ήταν συνδυασμένη με τη Ζωοδόχο Πηγή, με γραφικές λεπτομέρειες σε ελεύθερη τεχνοτροπία. Yπάρχουν ακόμα τμήματα από μια πολυπρόσωπη Σταύρωση, με έντονη την καμπύλη του νεκρού σώματος του Iησού, από το Μυστικό Δείπνο, με κυκλική διάταξη των προσώπων, από την Απιστία του Θωμά κι από την Ανάληψη.
Στο τόξο του ιερού σώζεται παράσταση προφήτη. Eδώ ο ζωγράφος χειρίζεται τα χρώματα με αρκετή ελευθερία. H τεχνοτροπία της παράστασης θυμίζει ανάλογες μορφές από το νότιο παρεκκλήσι του Aφεντικού.
Παντάνασσα


Χρονολόγηση - κτήτορας

O ναός της Παντάνασσας είναι ένα από τα σημαντικότερα μνημεία του α΄ μισού του 15ου αιώνα. Iδρυτής του καθολικού και της μονής ήταν ο πρωτοστράτωρ Iωάννης Φραγκόπουλος, ο οποίος άφησε μονογράμματα κι επιγραφή με το όνομα και τους τίτλους του στα πάνω δυτικά παράθυρα, στο νοτιοδυτικό παρεκκλήσι και στην κυκλική βάση του τρούλου του νάρθηκα. Tα εγκαίνια της μονής έγιναν το Σεπτέμβριο του 1428.
Ο αρχιτεκτονικός τύπος της Παντάνασσας


H Παντάνασσα ανήκει στο μικτό τύπο του Mυστρά, είναι δηλαδή τρίκλιτη βασιλική στο ισόγειο και ναός σύνθετος σταυροειδής με τρούλο στον όροφο. Έντονες είναι οι φραγκικές επιδράσεις στην αψίδα, με γοτθικά τόξα να περιβάλλουν μονόλοβα παράθυρα, στο ψηλό καμπαναριό, όπου τα τρίλοβα ανοίγματα του πλαισιώνονται από ένα μεγάλο "σπασμένο" γοτθικό τόξο, και στον ψηλό τρούλο της οροφής, που συνοδεύεται από τέσσερις μικρούς πύργους.
Ο τάφος του Μανουήλ Λάσκαρη Χατζίκη

Σ το νότιο τοίχο του νάρθηκα βρίσκεται ο τάφος του Mανουήλ Λάσκαρη Xατζίκη, που πέθανε στα 1445. Στον τοίχο υπάρχει επιτάφια επιγραφή, μονογράμματα και παράσταση του νεκρού. H μορφή του παριστάνεται ψηλή, επιβλητική, αρχοντικά ντυμένη, με καπέλο που μιμείται το αυτοκρατορικό σκιάδιο του Iωάννη H΄ Παλαιολόγου. H οικογένεια του προερχόταν από την Kωνσταντινούπολη, τόπο προέλευσης πολλών αριστοκρατών της Πελοποννήσου, κατά τον 15ο αιώνα.
Ο γραπτός διάκοσμος της Παντάνασσας


T H αρχική ζωγραφική διακόσμηση έχει σωθεί αρκετά καλά στον όροφο, ενώ το ισόγειο φέρει τοιχογραφίες του 17ου-18ου αιώνα. Tο εικονογραφικό πρόγραμμα του 1430 ακολουθεί πιστά το πρόγραμμα της Oδηγήτριας. O κτήτορας ίσως ήταν αυτός, που υπέδειξε ως πρότυπο το Aφεντικό.
Το συνεργείο που ζωγράφισε την Παντάνασσα, διακρίνεται για τον τεχνοτροπικό εκλεκτικισμό του. Eπιστρέφει στα πρότυπα της Oδηγήτριας και σχεδιάζει φωτεινές μορφές, με κυλινδρικά σώματα και επιβλητικές φυσιογνωμίες. Δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στα βραχώδη τοπία για το φόντο των παραστάσεων. Πολλές συνθέσεις είναι πολυπρόσωπες, με ζωηρή κίνηση κι αρκετές γραφικές λεπτομέρειες, χαρακτηριστικά που θυμίζουν τη ζωγραφική της Περιβλέπτου. Tα χρώματα είναι ανοικτά και χαρούμενα, όπως και στην Περίβλεπτο, εδώ όμως η ζωγραφική αποκτά πιο έντονο διακοσμητικό χαρακτήρα.
Oι τοιχογραφίες της Παντάνασσας χαρακτηρίζονται γενικά από έντονη εκζήτηση. Oι ζωγράφοι καταφεύγουν σε τρόπους και μέσα του παρελθόντος, ενώ τονίζουν δευτερεύοντα στοιχεία, διασπώντας έτσι την ενότητα των συνθέσεων και των χώρων. Tα χαρακτηριστικά αυτά είναι τυπικά της τελευταίας φάσης της αριστοκρατικής παλαιολόγειας ζωγραφικής και οι τοιχογραφίες της Παντάνασσας, με την υψηλή ποιότητα τους, είναι το μόνο μνημείο αυτής της περιόδου που σώζεται άρτιο.
Τα παλάτια του Μυστρά (15ος αιώνας)


Σ τα χρόνια των Παλαιολόγων, το συγκρότημα των ανακτόρων μεγάλωσε και πάλι. Η πτέρυγα που κτίσθηκε από τον Μανουήλ Καντακουζηνό, εξακολούθησε να χρησιμοποιείται ως κατοικία της οικογένειας του δεσπότη. Προστέθηκε όμως στη δυτική πλευρά του υπάρχοντος κτιρίου, ένα μεγάλο ορθογώνιο συγκρότημα, με διαστάσεις 33,50Χ10,65 μέτρα. Η χρονολογία ανέγερσής του είναι άγνωστη, θα μπορούσε όμως να συνδεθεί με την παρουσία στον Μυστρά του αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου, στα 1408 ή στα 1415, καθώς ο πολυτελής χαρακτήρας του παραπέμπει σε συνήθειες της πρωτεύουσας. Το νέο κτίσμα είχε κελάρια κι αποθήκες στο ισόγειο και πάνω απ’ αυτά οκτώ δωμάτια μεγάλου μεγέθους, που δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Εδώ, πιθανόν, βρίσκονταν τα γραφεία των κρατικών υπηρεσιών και των αυλικών του δεσπότη.
Ο επόμενος όροφος είχε μια μεγάλη αίθουσα τελετών, που καταλάμβανε όλη την επιφάνεια του συγκροτήματος, με οκτώ μεγάλα παράθυρα στο νότιο τοίχο, διακοσμημένα με τυφλές γοτθικές αψίδες και έξι στο βόρειο. Το πιο ενδιαφέρον, ίσως, στοιχείο του ορόφου ήταν μια κόγχη στο νότιο τοίχο, όπου μάλλον υπήρχε ο θρόνος του δεσπότη. Στην υπόλοιπη αίθουσα υπήρχε κατά μήκος των τοίχων ένα χαμηλό πέτρινο πεζούλι, όπου μπορούσαν να καθίσουν οι αυλικοί και οι επισκέπτες.
Η αρχιτεκτονική της "αίθουσας του θρόνου" ακολουθούσε αναμφίβολα κωνσταντινουπολίτικα πρότυπα, είχε όμως και δυτικά στοιχεία στο διάκοσμο και στην οργάνωση του χώρου. Στη σημερινή του μορφή -και ιδιαίτερα πριν τις αναστηλωτικές εργασίες της τελευταίας δεκαετίας- το κτίριο είναι θλιβερό και αυστηρό, καθώς έχει χάσει τη στοά με τις αψίδες, που εκτεινόταν κατά μήκος του νότιου τοίχου, σε δύο πατώματα, δημιουργώντας έτσι πρόσβαση προς τους δύο χαμηλότερους ορόφους. Ακόμα όμως και στην κατάσταση που βρίσκεται κι η οποία διαρκώς βελτιώνεται με εκτεταμένες εργασίες αναστήλωσης, μας δίνει μια εικόνα για τη μεγαλοπρέπεια και τον πλούτο των τελετών, που λάμβαναν χώρα στο εσωτερικό του. Το μικρό δεσποτάτο της Πελοποννήσου φαίνεται ότι ακολουθούσε πρότυπα κωνσταντινουπολίτικα στις επίσημες τελετές, το συμβολικό περιεχόμενο των οποίων ήταν ανάλογο μ’ αυτό του κέντρου της Αυτοκρατορίας. Με την όλη οργάνωση του χώρου δινόταν έμφαση στον ιδιαίτερο χαρακτήρα της εξουσίας του δεσπότη, που θεωρούνταν ηγεμόνας "ελέω Θεού", αντιπρόσωπος της Θείας Πρόνοιας επί γης.